Φωτογραφία | Ιστορικό Ναύπλιο | Ηλίας Πολυχρονόπουλος |
*Άρθρο της Κατερίνα Γραμματικού
Το Ναύπλιο, Τις Χειμωνιάτικες
Νύχτες, Μεταμορφώνεται Σε Γυναίκα Που Κλαίει Με Παράπονο.
Η Γοητεία Της Ερημιάς Της,
Τυλιγμένη Στα Νυχτερινά Φώτα, Επιζητά Στην Αχλή Του Αέρα Το Μοιραίο Συναπάντημα
Με Τον Άγιο Έρωτα.
Μέσα Από Τις Νοερές Χαραμάδες
Του Χρόνου Ξεπροβάλλει Μια Πόλη Μέσα Από Μια Άλλη. Νότες Παλαίωσης Ξεπηδούν
Τριγύρω. Σα Να Διέφυγαν Με Το Άνοιγμα Παλιάς Φιάλης, Καλά Φυλαγμένης Για Χρόνια
Σε Ανήλιαγο Κελάρι…
Φωτογραφία | Ιστορικό Ναύπλιο | Ηλίας Πολυχρονόπουλος |
Προτιμώ τις παλιές πόλεις. Μάλλον γιατί με βοηθούν να αναδημιουργώ μνήμες. Το Ανάπλι (Napoli de Romania) φανερώνεται ενιαίο, ωστόσο οριοθετείται μεταξύ παλιάς και νέας πόλης. Ως πολεοδομικός ιστός, ξεκίνησε στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα και στα 1502 χτίζονται τα τείχη του. Απομεινάρια του τείχους κυκλώνουν σήμερα τη χερσόνησο, ενώ ορατή είναι η περίτεχνη σύνθεσή του από φράγκικα, ενετικά και οθωμανικά στοιχεία. Μοιάζουν με ψηφίδες μιας ενιαίας επιθαλάσσιας τείχισης με κυκλικούς πύργους, ντάπιες και κανόνια, συμπληρώνοντας το αλφαβητάρι κάποιας αρχιτεκτονικής εγκυκλοπαίδειας.
Έβρεχε και η
θάλασσα δημιούργησε δαντελωτούς ορμίσκους, κανάλια και προσχώσεις, μικρά φιόρδ.
Καθώς η οικιστική ανάπτυξη στηρίχτηκε στην επίχωση, έτσι όπως τη δημιούργησαν
Βενετοί, κάποιες οδικές αρτηρίες υπήρξαν κάποτε… υδάτινοι δρόμοι! Έχοντας γνώση
από τα κανάλια της Βενετίας ήξεραν πώς να στεριώσουν μια πόλη σε πασσαλώσεις
και να την εξαπλώσουν εντεύθεν της ξηράς. Μικρά κρεμαστά μπαλκόνια, εξώστες,
ζωφόρες, κιόσκια, ακρόπρωρα, κεραμοσκεπές μοιάζουν με φιδίσιο δέρμα και οι
αρμοί της πέτρας μαγνητίζουν το βλέμμα. Απλωμένα ρούχα στο σύρμα δηλώνουν
απαράμιλλα, πως η νοικοκυροσύνη διαφεντεύει τον μικρόκοσμο. Βουκαμβίλιες
αγωνίζονται να γαντζωθούν πάνω σε τείχους, γάτες σε κάθε στενό σοκάκι, μια
συστοιχία μικρών πραγμάτων κεντούν διάστικτα σε τελάρο. Κάθε πεσμένος σοφάς και
μια δεύτερη επιδερμίδα, ένα ρούχο φιδιού που ανανεώνεται ανά εποχή αλλά
σημειολογικά διασώζει το «σώμα» αυτής της καταπονημένης πόλης.
Το ιστορικό Ναύπλιο
εγκολπώνεται οικιστικά στην παλιά πόλη με τα διατηρητέα, τα νεοκλασικά
αρχιτεκτονικής 19ου και 20ου αι.,
αντιπροσωπευτικά δείγματα μοντερνισμού και δυτικής τεχνοτροπίας όπως
αντιπαραβάλλονται στα χαμηλά πλίθινα ή πετρόκτιστα σπίτια, ακόμη και στα
ερείπια που στέριωσαν οι πρώτοι οικιστές της πόλης. Απομεινάρια τους σώζονται
υποδειγματικά στην παλιά πόλη και οι λιγοστές (ευτυχώς) πολυκατοικίες εντός
τουριστικής ζώνης δεν αρκούν για να χαλάσουν το μοτίβο που από μακριά φαντάζει
με ζωγραφιστό καμβά.
Η
Συνοικία Των Ψαράδων
Θέλοντας
να ξαναδώ την πόλη που ζω αλλιώς, αναζητώ μιαν άκρη της για να ξεκινήσω. Βαδίζω
προς τον εσωτερικό πυρήνα του άστεως ξεκινώντας από τον Ψαρομαχαλά, στους
πρόποδες της Ακροναυπλίας. Η συνοικία των ψαράδων κατοικείται ανελλιπώς από τον
13ο αιώνα. Έδεναν τις βάρκες τους στο μόλο, κάτω
από την υπερυψωμένη ντάπια με τα πέντε κανόνια, στα «Πέντε αδέλφια». Ο μύθος
θέλει πέντε αδέλφια φρουρούς, ένα σε κάθε κανόνι που σκοτώνεται και τη θέση
τους αφήνουν στην εξιστόρηση. Από εδώ αγναντεύεις το Μπούρτζι, στεριωμένο
καταμεσής στον Αργολικό κόλπο και αφήνοντας άπιαστο το βλέμμα σου φτάνει στο
κάστρο του Άργους, τη Λάρισα. Στην πλατειούλα του Ψαρομαχαλά ο βράχος που
υψώνεται έχει σμιλεμένο στα σπλάχνα του το… ασανσέρ. Όσο ακόμη
λειτουργούσε, άνοιγε και σε ανέβαζε στο ΞΕΝΙΑ της αριστοκρατίας του ’70.
Περπατώντας προς ανατολάς, σκιερά σοκάκια και δρομόσκαλες περνούν έξω από
λαϊκές κατοικίες και αστικά διώροφα με τα ρόπτρα στις αυλόπορτες να
υπαινίσσονται οικίες «γνωστών οικογενειών». Κολονάκια και ανθέμια, πλίνθες και
κέραμοι, γύψινα ακροκέραμα και περίτεχνα αετώματα συνθέτουν διάστικτα το τοπίο.
Μπορεί η θύμηση να είναι που τα κάνει οικεία… Κάθε τόπος να γίνεται πατρίδα; Ή
μήπως γοητεύομαι από το βλέμμα του επισκέπτη;
Ψάχνω συνεχώς για κάδρο. Ανάμεσα στα πολλά
με κερδίζουν κάποια που φωνάζουν πιο πολύ μέσα μου. Είναι τα ερειπωμένα, τα
εγκαταλελειμμένα σπίτια –αλλοτινές κατοικίες, μαραζωμένα σώματα, αμίλητα,
στοιχειωμένα από το πνεύμα που τα κατοικούσε, συνδράμουν ωστόσο στην αφήγηση
της πόλης που θέλω συνεχώς να ακούω… Ναι, η πόλη μου μιλά. Ξέρει καλύτερα από
τον καθέναν να λέει την ιστορία της: άνθρωποι έρχονται και παρέρχονται,
φτιάχνουν θα μου πει και καταστρέφουν. Η ίδια μάχεται σθεναρά να διατηρήσει το
αυθεντικό της στοιχείο. Έχει πολεμήσει για αυτό, αίμα και δόξες χρειάστηκαν για
να τιμηθεί το έθνος και λίγη από αμετροέπεια ενός ταπεινού λαού που ξέρει να
ορθώνει ανάστημα.
Ύστερα είναι οι ζωντανές πηγές που με
ενθουσιάζουν. Γνωρίζω κάποιους, από τους λιγοστούς βέρους Ναυπλιώτες, που ‘θέλουν σε κάποιον να τα πουν’. Τους βάζω συχνά να
αναμοχλεύουν εικόνες και βιώματα από τις παλιές γειτονιές, μου μιλούν για
«γνωστούς παλιούς», για τις συνήθειες της αριστοκρατίας, τους επαγγελματίες
καταστηματάρχες, για παντοπώλες και παλιά καφενεία, για τα ραφτάδικα των
Αρμενίων, τα τσαγκάρικα, τις εκκλησίες. Πιάνονται καμιά φορά από τις
βουκαμβίλιες και παρακάμπτοντας τη λήθη του χρόνου μου αφηγούνται πρωτότυπες
ιστορίες για το δήμιο.
Η πόλη έχει και αστικούς μύθους. Τις
άγριες νύχτες, τα στενά της δρομάκια στοιχειώνει η άδικη σφαίρα που βρήκε
θανάσιμα το σώμα του αγαπημένου κυβερνήτη. Το παλιό υδραγωγείο χρησιμοποιήθηκε
ως καταφύγιο για να προφυλάξει ψυχές στον Β’ ΠΠ, υπακούοντας στη φιλία που
επικαλείται ο ποιητής, του ανθρώπου με το νερό. Η Μαρία Κάλλας δεν κατέβηκε από
το καράβι ερχόμενη από το λιμάνι της Καλαμάτας με τη θαλαμηγό του Ωνάση γιατί
υπήρχε εξάπλωση επιδημίας και η πόλη ήταν σε καραντίνα! Είναι και το άλλο, το
υποστυλωμένο κομμάτι της παλιάς πόλης, που τα πόδια της να πατούν σε πασσάλους
και τις νύχτες τρίζουν… Έχει κι άλλες ιστορίες αλλά θα μου τις πει άλλη φορά.
Οδός Σταϊκοπούλου
Σε αυτές τις γεωγραφικές συντεταγμένες με
τις ήπιες ανηφορίτσες βρίσκεται το αέναο διαχωριστικό της πόλης σε κάτω και
πάνω μαχαλά. Με την υγρασία να γιορτάζει την υπεροχή της επάνω στα ανθρώπινα
και τα υλικά, ο ήλιος τρυπώνει φειδωλός μέσα απ’ τα ανοίγματα. Τα αμέτρητα
σκαλοπάτια, οι δρομόσκαλες και τα αναρίθμητα σοκάκια οδηγούν στις κατεξοχήν
γραφικές γειτονιές με τα ατμοσφαιρικά μπαλκόνια και τις περίκλειστες αυλές. Ένα
μικρό παραμύθι γράφεται κάθε φορά που τα κοιτάς. Ο δρόμος που πήρε το όνομα του
πορθητή του κάστρου του Παλαμηδιού αντιπροσωπεύει σήμερα το μείζων τουριστικό
σημείο της πόλης. Με την «κατάκτησή» του κέντρου από καταστήματα λαϊκής τέχνης
και μπαράκια, ταβέρνες, πιτσαρίες, γυράδικα, παραδοσιακή και gourmet κουζίνα,
στοιχειοθετούν ό,τι αμιγώς ονομάζεται τουριστικό προϊόν. «Η πόλη δεν ήταν
έτσι», θα ακούσεις να λένε οι ντόπιοι, «άλλαξε». Από τότε που είχε λιγοστά μόνο
ξενοδοχεία εξυπηρετώντας επισκέπτες με προορισμό συνήθως για Επίδαυρο, όταν
άρχισε να μαραζώνει και τα σπίτια να χρειάζονταν ανακαίνιση η οικονομία τέθηκε
σε αυτορρύθμιση μετατρέποντας έτσι πολλά από τα παλιά κτίσματα για χρήση
επαγγελματική.
Συνεχίζω να ψάχνω για κάδρο. Περπατώντας
την Σταϊκοπούλου προς τα δυτικά, στο ύψος του Βουλευτικού, μέσα στο Τεκέ, βλέπω
την παλιά Βουλή. Σήμερα αποτελεί πολιτιστικό χώρο και συνορεύει με τον Μεντρεσέ
(τούρκικο Ιεροδιδασκαλείο). Στις φυλακές Ρωμανού κλείστηκαν ο Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης και ο απελευθερωτής του κάστρου Στάικος Σταϊκόπουλος. Ειρωνεία της
μοίρας (;) τα κελιά τους σήμερα αποτελούν αποθηκευτικούς χώρους του
αρχαιολογικού Μουσείου… Λίγα μόλις μέτρα αφού περάσω το Σεράι του Αγά Πασά
εμφανίζεται εμπρός μου η μεσαιωνική εκκλησία της Αγιασοφιάς (11ου αι.μ.Χ). Ανηφορίζω προς τα τείχη. Εντοπίζω
την οδό Ζυγωμαλά που ξεκινά από τα σκαλοπάτια της πύλης του Σαγρέδου και
περπατώντας μέσα στα δρομάκια ακολουθώ την πορεία του Επιταφίου. Νοσταλγικά
βγαίνω στην οδό Δάφνης και Φωτομάρα, έξω από το 1ο Γυμνάσιο
θηλέων όπου υπήρξε η κατοικία του συγγραφέα του τόπου Στέφανου Δάφνη και σήμερα
λειτουργεί ως ξενοδοχείο. Κατευθύνομαι προς την Πύλη των Τόρων ανηφορίζοντας
από τα στενά δρομάκια, σε αυτά που οχήματα δεν περνούν, και βάζοντας στόχο το
Βαυαρικό Ρολόι βγαίνω στην Ακροναυπλία, το Ίτς Καλέ. Στον αυχένα της φέρει το
σκελετωμένο σπιρτόκουτο του NAFLIA HOTEL μαζί και τις χαμένες δόξες του τέλους
μιας εποχής. Αναζητώ κάτι που να συμβολίζει το αρχαίο, το Μυθικό. Βρίσκω τον
Ναύπλιο, γιό του Ποσειδώνα και της Δαναΐδος Αμυμώνης, απόγονος αυτών ο πολεμιστής
στην Τροία, Παλαμήδης. Περπατώντας ανάμεσα σε φραγκοσυκιές, αγριολούλουδα,
πικροδάφνες και άφθονα φραγκόσυκα, μεταφέρομαι νοητά στις φυλακές της. Γ’ αυτές
που θα έγραφε ο Καρκαβίτσας στα ταξιδιωτικά του διηγήματα και ο Boizonnay θα
φωτογράφιζε ασπρόμαυρα τη μικρογραφία της πόλης της χερσονήσου. Αν όμως ένας
άνθρωπος αναμόρφωσε και διέσωσε τη φυσιογνωμία της παλιάς πόλης είναι η
αείμνηστη Χ. Δεηλάκη γι’ αυτό και προς τιμήν της το νεόκτιστο θεατράκι εντός
των τειχών που βρίσκεται στο περίβολο των Αγίων Αναργύρων φέρει το όνομά της.
Γυρίζω πίσω στο Ρολόι. Θέλω να κερδίσω τον
χρόνο, να φτάσω μέχρι τις ακρώρειες της χερσονήσου. Ευκαιρία να τραβήξω μερικές
ακόμη φωτογραφίες και να ρεμβάσω. Θα είναι κληρονομιά από τα πουλιά να θέλουμε
οι άνθρωποι να κοιτάμε από ψηλά. Επιστρέφω κατηφορίζοντας ξανά από την πύλη των
Τόρων. Όσο προχωρώ το βλέμμα παραμένει αγκυρωμένο στην πατίνα του χρόνου, το
χρώμα της παροδικότητας· αφήνομαι να ακολουθώ τα χνάρια του. Συλλαμβάνω το
αφαιρετικό και αισθητικά όμορφο παλιό όπως μετουσιώνεται στις κομψές επιγραφές.
Στην παλιά πόλη, το συνεχές του ανακαινισμένου κάδρου συντίθεται από ερείπια,
εξαντλημένα από τον αδηφάγο χρόνο υπομένουν στωικά στο επιστητό. Εντός τους
πεσμένα δοκάρια, ξεκρέμαστα καφασωτά και γερμένα παντζούρια σε απογυμνωμένους
τείχους να συνθέτουν μια υπερρεαλιστική αισθητική από πεσμένες σκεπές,
κλειδαριές μαγκωμένες από τον χρόνο. Παλιότερα θα έτρεχαν παιδιά σε τούτα τα
στενά και μια μάνα ακούγεται που φωνάζει να μαζευτούν γιατί είναι αργά. Έχει
πια νυχτώσει. Η πόλη φαντάζει αλλιώτικη τη νύχτα τυλιγμένη στα κίτρινα φώτα. Η
πόλη μας ανήκει. Θα το γράψω με σπρέι σε τοίχο να το βλέπουν.
Σπουδή στα αγάλματα
Το άλλο πρωί ξεκινώ πάλι με τη μηχανή και
το τεφτέρι στο χέρι. Στο πέρασμά μου σπουδάζω τ’ αγάλματα, στέκομαι να μάθω από
τα γλυπτά. Είμαι στην οδό Παπανικολάου και προχωρώ προς «την εκκλησία που
σκότωσαν τον Καποδίστρια». Φτάνοντας στη μικρή πλατεία λέω πρώτα να ανέβω στην
Φραγκοκλησιά. Ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα κτίστηκε από Ενετούς και
λειτούργησε ακόμη και ως Τζαμί. Κάποτε οι σταυροί έπεφταν και οι μιναρέδες
λειτουργούσουν αρχετυπικά, ενισχύοντας το συλλογικό ασυνείδητο του κατακτητή.
Περικυκλωμένη από παλιά αρχοντικά και πέτρινες κατοικίες (σήμερα πολλά από αυτά
λειτουργούν ως ξενοδοχεία) κοντά της βρίσκεται ερειπωμένο το Χαμάμ που
αντικρίζει την είσοδο του Αγίου Σπυρίδωνα. Εδώ μια Κυριακή του 1827 ήρθε να
εκκλησιασθεί ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας. Κι εδώ τον περίμεναν με άχτι οι
Μανιάτες Μαυρομιχάληδες ζητώντας «γδικιό»…
Η προτομή του Άγγελου Τερζάκη έξω από το
ιερό του ναού με καθοδηγεί να αναζητήσω την ομώνυμη οδό. Στον αριθμό 20
στέκομαι στην είσοδο, στο σπίτι του συγγραφέα. Εγκαταλελειμμένο σήμερα αλλά στο
άκουσμα του ονόματος ξυπνά η περίφημη καλλιτεχνική γενιά του ‘ 30.
Στην πρόσοψη δεν θα δεις την πόρτα να
ανοίγει στον επισκέπτη αλλά εξακολουθώ να ονειρεύομαι πως θα έρθει κάποια
στιγμή που θα γίνει επισκέψιμο. Προχωρώντας προς το Λιμάνι τέμνω την Βασιλέως
Κωνσταντίνου, τον πολυδιάβατο «Μεγάλο δρόμο» που κόβει εγκάρσια την παλιά πόλη.
Στον Πλάτανο Του ‘21
Περπατώ προς την Πλατεία Συντάγματος. Το
στέκι των ηρώων ζωντανεύει κάτω από τον πλάτανο. Αντικριστά στο παλιό
Οπλοστάσιο του Στόλου (Arsenal), όπου σήμερα εδρεύει το Αρχαιολογικό Μουσείο,
βλέπω το κτίριο «Βίγγα»· εντός του λειτουργούσε το τυπογραφείο της Ευανθίας
Καΐρη (1826) και εκδίδονταν η εφημερίδα «Νικήρατος».
Μια γλυκιά ανησυχία σε κυριεύει εδώ κάτω
από τον πλάτανο να θέλω να κατακτήσω τα πάντα. Κάπου θα τριγυρίζει ο
Κολοκοτρώνης με το ασκέρι του, βλέπω την Ψωροκώσταινα να ζητιανεύει τον οβολό
των Ελλήνων για να στηρίξουν την επανάσταση… Ανάμεσα στα Τζαμιά και τα όμορφα
νεοκλασικά υπήρξε κάποτε η κατοικία της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου, μητέρας της
Ναυπλιακής Επανάστασης. Την ακούω που παροτρύνει τον κόσμο από το μπαλκόνι της:
«θαρρείτε παιδιά!».
Στην άλλη πλευρά της πλατείας για χρόνια
στέκει το κτίριο του ξενοδοχείου «Μυκήναι» και στο ισόγειο ένα από τα παλιότερα
εστιατόρια της πόλης, το ΕΛΛΑΣ. Είναι 1975 κι εντός του γυρίζονται σκηνές
ταινίας του Θ. Αγγελόπουλου «Ο θίασος».
Προχωρώντας προς την πλατεία Φιλελλήνων
νιώθω ασφαλής δίπλα στα τείχη. Η Λεωφόρος Αμαλίας βρίσκεται νοερά επάνω σ’
αυτά. Αποτελεί την κεντρική αρτηρία στην καρδιά του ιστορικού κέντρου
αιματοδοτώντας με ζωή τα γραφικά παρακλάδια της.
Λίγα μέτρα από το Πολεμικό Μουσείο ήταν ο
σταθμός των ΚΤΕΛ. Καφενεία και μπυραρίες όριζαν μια μικρή στάση στη στοά λίγο
πριν την αναχώρηση ή κατά την άφιξη.
Υποχρεωτικό άλλωστε ήταν το πέρασμα από το
«στέκι του Αράπη» με τους ξακουστούς κεφτέδες. Ψαράδες έβγαζαν τις κασέλες τα
πρωινά και στα παντοπωλεία και τα μανάβικα μπαινόβγαινε κόσμος. Τα γραφικά
σοκάκια τώρα σε βγάζουν σε πανσιόν,
κοσμηματοπωλεία, cafe-pub και ταβέρνες.
Αν κάτι σε κερδίζει τελικά είναι οι
μυρωδιές της ελληνικής κουζίνας. Μοιάζει να σε προσκαλούν σε μικρές γευστικές
γιορτές και οι όποιες αντιστάσεις μειώνονται.
Στο τέρμα της Αμαλίας συναντώ τη δημόσια
βιβλιοθήκη «ο Παλαμήδης». Στεγάζεται σε νεοκλασικό κτίριο όπου λειτουργούσε το
παλιό Παρθεναγωγείο. Λίγα μετρά μετά την Λέσχη Αξιωματικών ο δρόμους απολήγει,
στην πλατεία Φιλελλήνων και τον Άγιο Νικόλαο. Σε ένα από τα διώροφα κτίρια που
βλέπουν την πλατεία ήταν το παλιό δημαρχείο (σήμερα στεγάζεται το παράρτημα του
Harvard στην Ελλάδα) και λίγο πιο πέρα το Τελωνείο.
Από
εκεί και μετά ανοίγεται η πυκνή θάλασσα του κόλπου. Καταμεσής του το Μπούρτζι.
Ο φανός του φάρου αναβοσβήνει καρέ καρέ.
Βλέπω ηθοποιούς να τριγυρνούν στα
γυρίσματα κάποιας ταινίας για τον κινηματογράφο, ανθρώπους να περιμένουν στην
προβλήτα να επιβιβαστούν για να περάσουν στη βραχονησίδα απέναντι, τη μουβιόλα
να τους γυρίζει πίσω στο χρόνο μοντάροντας νοερές εικόνες και η φωτογραφία
ξεθωριάζει στην αχλή της μονοχρωμίας.
Δήμιος δεν υπάρχει εδώ και αιώνες. Μπορώ
να απολαύσω ήσυχα από απέναντι τη θέα στο ηλιοβασίλεμα με ένα ποτήρι κρασί.
Βρίσκομαι ξανά στην αρχή της Αμαλίας και
Συγγρού, στην πλατεία Καποδίστρια. Γειτονεύει με την πλατεία Τριών Ναυάρχων,
και το Δημαρχείο της πόλης ξεχωρίζει ανάμεσα στις συστάδες διατηρητέων κτιρίων,
τα αλλοτινά «Βασιλικά».
Η οικία του βασιλέως Όθωνος μεγαλουργούσε
στο υποτυπωδώς παλάτι του κατοπινού δημαρχείου. Έδιναν κι έπαιρναν οι βεγγέρες
και τα γεύματα της βασιλικής οικογένειας.
Στην οδό Πλαπούτα, βρίσκεται ακόμη ένα
κοσμικό κτίριο της εποχής όπου διέμενε ο πρόεδρος της αντιβασιλείας
Άρμασμπεργκ.
Για χρόνια λειτουργούσε ως παντοπωλείο και
σήμερα παραμένει σκιωδώς σε αχρησία…
Από Την «Πύλη» Ως Την Αρβανιτιά
Φτάνοντας στην «πύλη» μοιάζει πως στέκομαι
συμβολικά στην είσοδο της οχυρωματικής πόλης αφού (κι ας υπήρχαν ακόμη τρεις)
αποτελούσε την κύρια είσοδο σε αυτήν.
Μετά τη δύση του ηλίου, τα μάνταλα έπεφταν
βαριά και η «πόρτα» σφάλιζε αφήνοντας εκτός οικισμού τις όποιες απειλητικές
προθέσεις.
Στον ανδριάντα του Σταϊκόπουλου, εμπρός
στην ανακατασκευασμένη σήμερα πύλη, θα δώσουμε ξανά ραντεβού με την
ιστορία.
Αν και μικρόσωμος στη φυσική του φτιάξη,
σαν γίγαντας φαντάζει αν το κοιτάξεις από κοντά. Έτσι είναι όταν οι ήρωες
γίνονται γίγαντες.
Ακολουθώντας την ανηφορίτσα του φυσικού
λόφου, συναντώ στα αριστερά την αρχή της Κλίμακας του Παλαμηδίου.
Η εμβληματική παρουσία του δεσπόζει μεταξύ
των χιλιάδων αναπαραστάσεων της πόλης. Αφού μετρήσω νοερά 999 σκαλοπάτια, αν
και απόρθητο, εγώ σκέφτομαι να το κατακτήσω.
Το κάστρο-πανόπτης της αργολικής πεδιάδας,
κατασκευάστηκε κατά την Β’ Ενετοκρατία. Διαθέτει οχτώ οχυρά, πύλες, στρατώνες,
αποθήκες σιτηρών και νερού.
Χρησίμευσε ως τόπος κατοικίας μέχρι τα
τέλη του 19ου αι., ενώ λειτούργησαν φυλακές έως και το
1923. Κι αν κάτι θέλει να δει πρωτίστως σήμερα ο επισκέπτης είναι το κελί του
Κολοκοτρώνη.
Προχωρώντας βγαίνω στην κοσμική παραλία
της πόλης, την Αρβανιτιά, στον νότο της χερσονήσου. Θα ανακαλύψω πως ονομάστηκε
έτσι από την σφαγή των Αρβανιτών από τους Τούρκους, που έλαβε χώρο σ’ αυτά εδώ
τα βράχια.
Η
πόλη μας ανήκει, σκέφτομαι. Έχει παντού κηλίδες, στίγματα αποίκων, κατακτητών
που μόλυναν το σώμα της, μα η αύρα του αργολικού καταπραΰνει και το βλέμμα
ημερώνει απ’ το πάνορμο λιμάνι…
Τα Τρένα Που Φύγαν
Αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους
Οθωμανούς ο αστικός ιστός θα απλωνόταν πια εκτός των τειχών. Σιγά σιγά, στα
τέλη του 19ου αι. τα τείχη θα έπεφταν κερδίζοντας
περισσότερη ελευθερία και έδαφος. Θα «έφερναν» και το τρένο κατασκευάζοντας τον
σιδηροδρομικό σταθμό πάνω σε επιχωματωμένη τάφρο.
Οι ράγες, ριζωμένα σημάδια στο οδόστρωμα,
μοιάζουν να ανήκουν σε άλλη εποχή, κοντινή κι ωστόσο μακρινή, τολμώντας να
ξυπνήσουν μνήμες στο σφύριγμα της αμαξοστοιχίας. Ήχοι ενθύμησης από τα βαγόνια
με επιβάτες που φεύγουν κι ακούγονται να δίνουν υποσχέσεις γυρισμού…
Το κείμενο χωρίς αυτές τις
φωτογραφίες Δημοσιεύτηκε Στο Περιοδικό “ΕΠΑΘΛΟ”.
Δημοσίευση σχολίου