Όλες οι εποχές είναι εξίσου ηθικές και ανήθικες

Φωτογραφία | Αρχείο Γεωργίας Σ. Τζαμαλούκα

 

*Γράφει η Γεωργία Σ. Τζαμαλούκα

 

Ιστορικά η σεξουαλικότητα στην Ελλάδα επικαλύπτεται με ηθικολογίες και έτσι φτάνουμε στο σημείο να έχουν χαθεί ολόκληρα λαογραφικά κεφάλαια που  αφορούν αυτό το θέμα ή να έχει διαστραφή το νόημά τους. Θα θέλαμε όμως να κάνουμε σύντομη αναφορά από την Ελληνική αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αρχίζοντας με έναν λόγο που εκφώνησε ο Αισχίνης το 346 π.Χ. εναντίον του Τίμαρχου, ο οποίος άρχισε να συχνάζει σε ύποπτους αθηναϊκούς κύκλους στα δεκατρία ή στα δεκατέσσερά του, εκμεταλλευόμενος την ομορφιά του για να μπορεί να εκδίδεται (επί χρήμασι), χωρίς να ξοδεύει δραχμή (Salles, 1998) [1]. Λέει λοιπόν ο Αισχίνης … “Τι να πει κανείς για ένα νεαρό αγόρι που εγκαταλείπει το σπίτι του για να ξενυχτάει σε ξένα σπίτια, κυρίως τη στιγμή που όλοι προσέχουν την εξαιρετική ομορφιά του;”

 

Ό, τι καταδικάζουν ο Αισχίνης και οι συμπατριώτες του στη συμπεριφορά του Τίμαρχου, Αθηναίου πολίτη, είναι ότι ανταλλάσσει με χρήμα την ομορφιά του όπως οι πόρνες που τριγυρνούν στους δρόμους του Κεραμεικού ή του Πειραιά, αντί να παραμένει στις σχέσεις ανάμεσα σε εραστές και ερωμένους που είναι πλήρως αποδεκτές απ’ όλους. Εξάλλου ο Αισχίνης, σχολιάζοντας τον νόμο κατά της Παιδεραστίας παρατηρεί ότι ο Νομοθέτης τον θέσπισε για τα κρούσματα που σημειώνονται ανάμεσα στα μειράκια.“ «Τούτον μεν τον νόμον έθηκε περί των μειρακίων των προχείρως τα εαυτών σώματα εξαμαρτανόντων».

 

Στον Φαίδρο (238c -241d) ο Σωκράτης παρομοιάζει την αγάπη των εραστών για τους νεαρούς με την αγάπη του λύκου για τα πρόβατα. Και στον Γοργία (495Ε) ο Σωκράτης ρωτάει τον Καλλικλή, ότι ο βίος των κιναίδων, δεν είναι αποτρόπαιος και αισχρός και άθλιος; Ή θα τολμήσης να πεις ότι και αυτοί είναι ευτυχείς, εάν έχουν άφθονα εκείνα που χρειάζονται; Και όταν ο Καλλικλής του λέει τάχα ηθικολογώντας  : Δεν ντρέπεσαι Σωκράτη να φέρεις τη συζήτηση σε τέτοια θέματα; Ο Σωκράτης τού απαντά:  Αλήθεια εγώ φέρνω τη συζήτηση σε τέτοια θέματα, ευγενέστατε, ή εκείνος ο οποίος λέει έτσι απερίσκεπτα ότι οι αισθανόμενοι ευχαρίστηση είναι ευτυχείς, καθ’ οιονδήποτε τρόπο και αν αισθάνωνται την ευχαρίστηση, και δεν προσδιορίζει ποιές από τις ηδονές είναι ωφέλιμες και ποιές βλαβερές; Αλλά ακόμη και τώρα λέγε, θεωρείς ότι είναι ίδιο πράγμα το ευχάριστο και το ωφέλιμο; Ή υπάρχουν και ηδονές που δεν είναι ωφέλιμες;

 

Επίσης ο Πλούταρχος διασαφηνίζει ότι, ο ψυχικός δεσμός μεταξύ των νέων δεν είχε καμμιά σχέση με σωματικές επαφές και ότι εστερείτο τα πολιτικά του δικαιώματα δυνάμει του νόμου όποιος επιχειρούσε να ασελγήσει σε βάρος άλλου. (Λεντάκης, 1984)[2].

 

Στους Βυζαντινούς χρόνους, σε ιδεολογικό επίπεδο διαπιστώνει κανείς μια πολυφωνία. Ο ισχυρός ιδεολογικός φορέας ήταν η Εκκλησία, βρισκόταν σε συνεχή αλληλεπίδραση με την  κοινωνική πραγματικότητα, αλλά περιέκλειε συγχρόνως τάσεις που διέφεραν μεταξύ τους, και των οποίων το ειδικό βάρος άλλαζε ανάλογα με τις εποχές (Λαϊου, 1989)[3].

 

Η αγνόηση της θηλυκότητας επιδρά σε διάφορους τομείς, της ιατρικής συμπεριλαμβανομένης, και τελικά σ’ ολόκληρη την  κοινωνία. Παραστάσεις γυναικών του 4ου – 14ου αιώνα δείχνουν μια προϊούσα εξαφάνιση των τυπικών γυναικείων χαρακτηριστικών όπως εκόνες όπου το γυναικείο στήθος ήταν ανύπαρκτο.

 

Η εικόνα που μας παρέχουν οι νομοκανόνες της Εκκλησίας είναι εύγλωττη: από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, τα τέσσερα ήταν σεξουαλικής φύσης: μοιχεία/ αιμομιξία/ αρσενοκοιτία/ παιδοφθορία. Ο ιστορικός Φαίδων Κουκουλές(1948[4]) , μας πληροφορεί ότι “οι Βυζαντινοί δεν ήσαν απαλλαγμένοι του πάθους της “παιδεραστίας” και “ανδρομανίας”, το οποίον θεωρούσαν ως δαιμόνιον, και μάλιστα το αισχρότατον των δαιμονίων.

 

Αναφορές από τους επισκόπους και Ιεράρχες των μετέπειτα αιώνων της Χριστιανοσύνης (Κλήμης, Λιβάνιος, Χρυσόστομος, Μέγας Βασίλειος, κ.α)   “ξίφει ετιμωρούντο οι ασελγείς οί τε ποιούντες και οι πάσχοντες” καθώς και “διεπομπεύοντο οι παιδερασταί και παρθενοφθόροι”.

 

 

Έχουν δοθεί αδόκιμες ερμηνείες κατά καιρούς ότι στην ανδρομανία συνέβαλε η υποδούλωση των Ελλήνων στους Τούρκους με τη χρησιμοποίηση των νεαρών δούλων (γιουσουφάκια) ή και των ευνούχων.

 

Στις ετεροφυλόφιλες σχέσεις ο σοδομισμός ήταν βασισμένος στην κοινή συναίνεση, εξαιτίας δύο κινδύνων: διακόρευση/ εγκυμοσύνη ιδιαίτερα στις χώρες της Μεσογείου όπου η παρθενία ήταν όρος απαράβατος  λόγω της αυστηρότητας των εκκλησιαστικών δογμάτων, με συνέπεια οι κοπέλες να ανέχονται τον σοδομικό έρωτα, γιατί έτρεμαν στην ιδέα της εγκυμοσύνης.

 

Ο Θέμος Κορνάρος για τη θεματολογία του βιβλίου του (Άγιον Όρος , Οι άγιοι χωρίς μάσκα – μαρτυρία), φυλακίστηκε με πέντε χρόνια φυλακή. Όταν ο συγγραφέας επισκέφτηκε το Όρος το 1934 γράφει, “…Μέσα στα 20 μοναστήρια του Άθω, θα βρούμε: εμπόρους ναρκωτικών, εμπόρους κι αγοραστές της…ανδρικής σάρκας, σχολειά του αλκοολισμού και συστηματικά εκπαιδευτήρια μισανθρωπίας και αλληλοεξοντωμού… Στα όμορφα γαλάζια ακρογιάλια του ακρωτηριού του Άθω, θα δούμε “υπ’ ατμόν” τα “πλωτά πορνεία”, καθώς και πατέρα που τραβά το παιδάκι του 12 και 13 χρονώ, να τριγυρίζει τα κελλιά να το παζαρεύει με τους ασκητές, ή να το νοικιάζει για μια ή για περισσότερες βραδιές, αναλόγως “της ποιότητος”, γιατί αυτοί τον μάθανε να πιστεύει “πως όλα είναι ηθικά και τίμια”.

 

 

Στα Απομνημονεύματα του ο Σωτήρης Σπαθάρης (1960), σημειώνει: “μόλις έφευγε ο καραγκιοζοπαίχτης, γέμιζε η αστυνομία από πατεράδες που τους είχανε διαφθείρει τα παιδιά τους”. Ωστόσο η βωμολοχία του καραγκιόζη χάθηκε εξ ολοκλήρου και έτσι τώρα ούτε εικασίες δεν μπορούμε να κάνουμε για τα γεγονότα αυτά.

 

Σύμφωνα με την λαογραφική πραγματεία του Ηλία Πετρόπουλου (1991)[5], “ο σοδομισμός είναι η ακριβότερη μορφή αγοραίου έρωτα .καθώς και …“η παραδοσιακή αρβανίτικη αιμομιξία και ομοσεξουαλικότητα μέσα στη μυστική εσωτερική ζωή της πατριαρχικής οικογένειας που προστατευόταν πίσω από τα ψηλά ντουβάρια και την κατάκλειστη πόρτα της αμυντικής λαϊκής αρχιτεκτονικής”.

 

Το πνευματικό και πολιτικό κλίμα που επικράτησε κατά τα τέλη του 19ου – 20ου αιώνα  στην Ελλάδα διαμόρφωσε μια τραυματισμένη προσωπικότητα, υποταγμένη σε χίλιους δυο εξαναγκασμούς, καθηλώνοντας το πολιτιστικό της επίπεδο στις υπάρχουσες σχέσεις κυριαρχίας και σε έναν αγώνα για μια καλύτερη κοινωνία με ανοικτή εκδήλωση των συγκρούσεων. Για τον Βιννάϊ (1995) [6] Η «σκληρότητα και η αδιαλλαξία που γεννά η αλλοτριωμένη εργασία, δημιουργεί μια τάση για παθητική ομοφυλοφιλία υποταγμένη σε μια ισχυρή εξουσία σαν αυτή του πατέρα, η οποία σταθεροποιεί στον ψυχικό μηχανισμό του εργάτη την εικόνα μιας παντοδύναμης εξουσίας σαν εξωτερικευμένο υπερεγώ, ζητά έναν δυνατό και πανίσχυρο πατέρα σαν τον πραγματικό, έναν “υπερπατέρα”, όπως τον παριστάνει το κράτος και άλλοι ισχυροί φορείς, οι οποίοι εκπροσωπούν την κοινωνική εξουσία».

 

Η απωθημένη ομοφυλοφιλία οδηγεί στην αφομοίωση με την εξουσία, που διαλύει την αυτονομία του ατόμου και μειώνει τη δυνατότητά του να αποσπαστεί απ’ την κατεστημένη εξουσία.

 

Σταδιακά λοιπόν παρατηρείται έλλειψη συλλογικής στροφής στην παράδοση (οικογένεια, θρησκεία), γεγονός που συνδέεται με την παγκοσμιοποίηση, και μια  υπερεθνική Ευρώπη με την WOKE κουλτούρα της.

 

Κι’ έτσι φτάσαμε ως εδώ!



[1] Salles C. (1998). Η άλλη όψη της αρχαιότητας. (Ο υπόκοσμος). Β΄έκδοση. Παπαδήμα.  

[2] Λεντάκης, Α. (1984).  Η ερωτική ζωή στην Αρχαία Ελλάδα, περιοδικό Αρχαιολογία, τ. 10.

[3] Λαϊου Αγγ. (1989). Η ιστορία ενός γάμου στο : Πρακτικά Α΄Διεθνούς Συμποσίου. Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών/ Ε.Ι.Ε. Αθήνα.

[4] Κουκουλές Φαίδων. (1948). Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, Β΄2, Αθήνα. εκδ. Collection de l’ institut Francais d’ Athenes.

 

[5] Πετρόπουλος Ηλίας. (1991). «Το Μπουρδέλο». εκδ. Νεφέλη.

[6] Βιννάϊ Γκέρχαρντ. (1995). Η Κοινωνική ψυχολογία της Εργατικής Τάξης. εκδ. Αναγνωστίδη.

 


*Η Γεωργία Σ. Τζαμαλούκα είναι Ναυπλιώτισσα συγγραφέας και Κοινωνική Ψυχολόγος

 

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη