Ο
Κατ’ αρχήν ο Κοινωνικός Ψυχολόγος Abric (1994) μάς λέει ότι δεν υπάρχει a priori αντικειμενική πραγματικότητα, αντίθετα όλη η πραγματικότητα αναπαρίσταται, δηλαδή αφομοιώνεται από το άτομο ή την ομάδα, ανακατασκευάζεται στο γνωστικό του σύστημα, γίνεται ολοκληρωμένο μέρος του συστήματος αξιών του που εξαρτάται από την ιστορία του και το ιδεολογικό περιβάλλον στο οποίο το άτομο ή η ομάδα βρίσκονται.
Η ιδεολογία είναι ένα περίπλοκο σύστημα αναπαραστάσεων, εξηγήσεων και επιχειρημάτων, γεννημένο από ιδιαίτερες περιστάσεις και ιδιόρρυθμες ιστορικές πορείες καθώς και από διάφορες οικονομικές, πολιτικές και γνωστικές ανάγκες, μια “ιδεογραφία” λοιπόν περί της φύσης των πραγμάτων, περί των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων, την ίδια στιγμή που ένα θεσμικό σύστημα τίθεται στο όνομά της, παρουσιαζόμενο σαν “ιδεολογία”.
Ο Έλληνας Κοινωνικός Ψυχολόγος Παπαστάμου (2000, σ. 86) υποστηρίζει ότι η ιδεολογία είναι “ένα κλειστό, αδιάψευστο σύστημα πρόσληψης, ερμηνείας και παραγωγής της πραγματικότητας, ένα δηλαδή από τα βασικότερα στοιχεία της ιδεολογίας είναι, αναμφισβήτητα, η μη διαψευσιμότητά της,… η παρεμβατικότητά της και, πιο συγκεκριμένα, ο (παρ)ερμηνευτικός της χαρακτήρας σε ό, τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο αυτή κατασκευάζει, προσλαμβάνει και εξηγεί την “πραγματικότητα”:
Για τον Μαρξισμό, η ιδεολογία περιγράφει την ψευδή αναπαράσταση του κόσμου της κυρίαρχης τάξης, την οποία αναπαράσταση αυτή η ίδια κυρίαρχη τάξη επιβάλλει προς την κυριαρχούμενη τάξη επιβάλλοντας αυτή την αναπαράσταση ως πραγματικότητα.
Η κοινωνική αναπαράσταση της ομοφυλοφιλίας λοιπόν, πηγάζει από τη γενικότερη αντίληψη που έχουν οι άνθρωποι για τις παρεκκλίνουσες ομάδες σε σχέση με τα κοινωνικά φαινόμενα του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι.
Επιθυμώντας να μελετήσουμε το πώς παράγεται η ιδεολογία που στηρίζει την κοινωνική κατηγοριοποίηση, είμαστε αναγκασμένοι να αναφέρουμε την καθοριστική παρέμβαση των κοινωνικών παραγόντων στην παραγωγή και λειτουργία των ατομικών - ψυχολογικών, διομαδικών και ιδεολογικών διαφορών που απαντώνται στην Ελλάδα.
Η καπιταλιστική διείσδυση στις υπανάπτυκτες χώρες ανατρέπει, και σιγά σιγά εξαφανίζει τους παραδοσιακούς κοινωνικούς σχηματισμούς, οι οποίοι δύσκολα επιβιώνουν πιά σε ικανοποιητικό βαθμό στις χώρες αυτές, (π.χ. οικογένεια, λατρευτικές συνήθειες, παραδόσεις). Στο βιβλίο του Πολιτικού Επιστήμονα, Ν. Διαμαντούρου (Πολιτισμικός Δυϊσμός και Πολιτική Αλλαγή (2000), συνυπάρχουν δύο σφαίρες οικονομικής δραστηριότητας, που διαμορφώνονται και κινούνται με εντελώς διαφορετικές προδιαγραφές: μια σφαίρα παραδοσιακής παραγωγής, βασικά, προϊόντων διατροφής και πρωτόλειων από τεχνολογική άποψη παραδοσιακών χειροτεχνικών προϊόντων, που εδράζεται στην αρχή της συντήρησης και μια σφαίρα καπιταλιστική, που λειτουργεί με κριτήρια και προδιαγραφές καπιταλιστικού χαρακτήρα.
Ωστόσο, όπως τοποθετεί σωστότερα το πρόβλημα ο πολιτικός κοινωνιολόγος Frank (1967σελ. 60) , η υποτιθέμενη δυϊστική δομή είναι αντίθετη τόσο με την ιστορική όσο και με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ο συνολικός κοινωνικός ιστός των υπανάπτυκτων και υπο ανάπτυξη χωρών έχει από πολύ καιρό υποστεί την καπιταλιστική διείσδυση, έχει μετασχηματιστεί και έχει πλέον ενσωματωθεί σε ένα παγκόσμιο συνολικό σύστημα, του οποίου τώρα πιά αποτελεί οργανικό τμήμα”.
Όσον αφορά την ελληνική κοινωνία, σύμφωνα με τον Διαμαντούρο, (2000), αυτή χαρακτηρίζεται από δύο συγκρουόμενα συστήματα ιδεών και αντιλήψεων. Από τη μια, υπάρχει η κουλτούρα των πιο δυναμικών στρωμάτων της κοινωνίας που διακρίνεται από τους φιλελεύθερους, εξωστρεφείς, φιλοευρωπαϊκούς, εκσυγχρονιστικούς προσανατολισμούς της. Από την άλλη, υπάρχει η κουλτούρα των “αποκάτω” (underdog) τάξεων που εμφανίζει στοιχεία αντιευρωπαϊσμού, εσωστρέφειας και αντιεκσυγχρονισμού, και συναντάται πιο συχνά στα μη ανταγωνιστικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας (κυρίως σε αγροτικά και μικροαστικά στρώματα).
Ιδιαίτερα από το 1974 και ύστερα, με τη νομιμοποίηση στη χώρα μας των κομμουνιστικών κομμάτων εξομαλύνθηκαν πολλά στοιχεία της προδικτατορικής πόλωσης της πολιτικής. Οι πιο “πρωτοποριακοί” κύκλοι της ελληνικής διανόησης ξεκινούν, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80, μια προσπάθεια επινόησης κανονιστικών πλαισίων γύρω από τις έννοιες της ποιότητας, της καλλιέργειας και της καλαισθησίας. Τότε ήταν που εισήχθη και στο ελληνικό λεξιλόγιο ο όρος του «κιτς» όπως αναφέρει ο Πολιτικός Κοινωνιολόγος Σακελλαρόπουλος (2001) και είδαμε επίσης λέξεις και έννοιες όπως glamour, lifestyle, trends και must.
Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί ένας διαχωρισμός των πολιτών, εκείνων που διαπνέονται από την αίσθηση «καλού γούστου» και εκείνων που χαρακτηρίζονται από πολιτισμική καθυστέρηση.
Για τον Σακελλαρόπουλο, η μεταστροφή της νεολαίας είναι αποτέλεσμα: α) της γενικότερης σε παγκόσμιο επίπεδο, μετατόπισης των πολιτικοϊδεολογικών ρευμάτων προς τα δεξιά. β) Μιάς γενικότερης στάσης αντίδρασης στις υπάρχουσες μορφές της εξουσίας. γ) Μιας έντονης δυσφορίας απέναντι στο καθεστώς της διαρκούς αστυνόμευσης. δ) Μιας γενικότερης κοινωνικού χαρακτήρα μεταστροφής της ιδεολογίας των νέων προς πιο μετριοπαθείς αντιλήψεις όπου σημαντικό ρόλο έχουν ζητήματα όπως η σταδιοδρομία, ο τρόπος ζωής (lifestyle), μια ειδική σχέση με το design και τη μόδα κ.λ.π.
Ενισχυτικός στην ανάδειξη αυτών των φαινομένων είναι ο ρόλος lifestyle περιοδικών ανάλογου περιεχομένου όπως το «Κλικ» στην δεκαετία του ‘90 και αντίστοιχα περιοδικά όπως το «Life & Style» στην σύγχρονη εποχή, που εξέπεμπαν μια ιδιότυπη αισθητική και συνάμα έλλειψη ανοχής και σκληρότητα απέναντι σε όσους δεν είχαν τη δυνατότητα ή την επιθυμία να ακολουθήσουν τα κελεύσματα των περιοδικών αυτών. Η δημιουργία δηλαδή μιας υποκουλτούρας του τύπου «η ενασχόληση με την αριστερή πολιτική αποτελεί πράξη οπισθοδρομική και χωρίς νόημα, καθώς και το ότι όποιος στα 40 του χρόνια δεν έχει αποκτήσει περιουσία είναι αποτυχημένος», παράγει ιδεολογικά/ ενσωματωτικά αποτελέσματα στο κοινό που τα δέχεται σχεδόν χωρίς αντίσταση.
Σε συνδυασμό με τα παραπάνω παρατηρείται μια ηθική αποδυνάμωση των αρσενικών δομών μέσα στον χώρο των υπό αιώνια ανάρρωση από τον Μάη του ’68 ατόμων, και που αποτελούσαν την πρωτοπορία της κοινωνίας.
Στη Γαλλία, για παράδειγμα, έχει πιά οριστικά εκλείψει η ταύτιση του άντρα με έναν αρρενωπό και μυώδη προλετάριο, όπως κι η εικόνα του αποφασισμένου άντρα σαν σημείο αναφοράς κάθε μελλοντικής κοινωνίας.
Σύμφωνα με τον Φιλόσοφο Οκένγκεμ (1983, σ.136) … «με την παρακμή των επαναστατικών ιδεών, ο έρωτας στα οδοφράγματα, ο αγωνιστής με τα μαυρισμένα χέρια που η συντρόφισσα του τον χαϊδεύει μετά τον δίκαιο αγώνα, ολόκληρος ο αντρισμός, σαν άμεσος, πραγματικός φορέας της επανάστασης αρχίζει να αμφιταλαντεύεται».
Ο διανοητής Φουκώ μέσα από την Ιστορία της Σεξουαλικότητας (1982) έδειξε την απίστευτη ανάγκη να “λεχθεί η αλήθεια”, που συνοδεύει τον σύγχρονο σεξουαλικό λόγο και η ομοφυλοφιλία έγινε πολιτικό ερώτημα του αρσενικού, όπως η έκτρωση έχει γίνει εδώ και καιρό το πολιτικό ζήτημα των γυναικών.
«…Οι ίδιοι οι επαρχιώτες μπουρζουάδες, που θα έσπαγαν τα μούτρα του ομοφυλόφιλου γιού τους, τώρα κατάπληκτοι ακούνε τα “θέματα του καιρού τους”, στα οποία αναφέρεται το ραδιόφωνο και η τηλεόραση και η ομοφυλοφιλία έγινε ένα απ’ αυτά».
Σύμφωνα ακόμα με τον Οκένγκεμ (1983), μέσα σε μερικά χρόνια, τα αυτιά μας προσαρμόστηκαν στο σεξολογικό κομφούζιο, στον πάταγο των εκμυστηρεύσεων, στα ερωτήματα, στις εξομολογήσεις που έγιναν το καθημερινό ηχητικό φόντο της ζωής μας.
Έτσι λοιπόν απ’ όλα αυτά καταλαβαίνουμε πως πιο πολύ από τις νίκες των απελευθερωτικών κινημάτων θα πρέπει να μιλάμε για μια καινούρια μορφή κατανομής της εξουσίας.
Η φεμινιστική εξουσία που χαρακτήριζε σαν έγκλημα τον βιασμό, ή η αναγνώριση του δικαιώματος των Νεοϋρκέζων αστυνομικών να είναι ομοφυλόφιλοι, αποτελούν όχι τόσο υποχώρηση των καταπιεστικών νόμων όσο σημάδια μιας νέας κοινωνικής αρχιτεκτονικής.
Μ’ αυτό τον τρόπο γεννιέται η δυνατότητα ενός φεμινισμού βοηθητικού τών νόμων ή μιας ομοσεξουαλικότητας που ξεπερνά την παρανομία του περιθωρίου και βγαίνει από το σκοτάδι - ντουλάπα (out of the closet), με την υιοθέτηση ενός λόγου επιτέλους κοινωνικοποιημένου.
Ακόμα και στον κόσμο της διαφήμισης πώς μπορεί να κερδίσει η βιομηχανία της μόδας χρησιμοποιώντας άνδρες αρρενωπούς, συνεπώς βαρετούς; Πόσο πιο ενδιαφέρον και καλοραμμένο μπορεί να κάνει ο Armani ένα κουστούμι βασιζόμενος σε τετριμμένα πρότυπα διαφήσης;
«…Τι σχέση διατηρεί ο μέσος έλληνας με τη μόδα; Με σεβασμό στην παράδοση, γεμίζει την ντουλάπα του με δεκάδες πανομοιότυπα τζιν και μερικά “αχρείαστα κουστούμια”. Την ίδια ώρα που οι γυναίκες φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν στα «σωστά σημεία» ανάλογα με τίς επιταγές τής εποχής, ζουν μέσα σε χημικά σύννεφα αρωμάτων και αμμωνίας, βάφουν, ξεβάφουν, κολλάνε και χτίζουν, με σκοπό την αυτοπεποίθηση, το ενδιαφέρον του άλλου φύλου και το σεξ» (Περιοδικό Κλικ,2000).
Άν “ο άνδρας παραμένει ο «παγκόσμιος άνθρωπος»,( l'homme universel), το κατεξοχήν πρότυπο, το βάρος σήμερα φαίνεται να πέφτει στις πλάτες των γυναικοποιημένων ανδρών, αυτών των καχεκτικών νέων που επιλέγει η μόδα.
Στην απουσία των φυλετικών διαφοροποιήσεων στην σύγχρονη ζωή συνεισέφερε και η δομή της οργάνωσης στο πεδίο των Επιχειρήσεων – Οργανισμών, αφού το ανθρώπινο δυναμικό των ανώτερων στρωμάτων στελεχωμένο από γυναίκες (Gallup Special Reports, 1999) ήλθε σαν συνέπεια πολιτισμικών αξιών που δίνουν έμφαση στις ίσες ευκαιρίες για τα άτομα και των δύο φύλων. Επίσης η διαδικασία κοινωνικοποίησης των νέων ανδρών και γυναικών από γυναίκες δασκάλες και γυναίκες υπαλλήλους, άρα τα αρχέτυπα της εξουσίας στην Δύση τουλάχιστον, μπορούν να μεταδίδονται εξίσου και από άνδρες αλλά και από γυναίκες.
Επίσης στην Ελλάδα οι κοινωνικές συγκρούσεις θεωρούνται ως κάτι το ξεπερασμένο, ενώ μια σειρά από χρονολογίες – ορόσημα αποκτούν ιδιαίτερη σημασία.
Το “
Η ελληνική κοινωνία τέλος, είναι καπιταλιστική με ταυτόχρονη ύπαρξη μιάς πλατιάς μικροαστικής τάξης, καθώς και μιας σημαντικής μερίδας μικρών καπιταλιστών, ως αποτέλεσμα της δυϊκής μορφής της οικονομίας.
Μόνο που τώρα το 2023 μιλάμε για φτωχοποίηση και των «μικρών καπιταλιστών», της μεσαίας αλλά και της μικροαστικής τάξης.
Τέλος , το Unisex που ξεκίνησε απ’ τη δεκαετία του ‘ 70 και συνεχίζεται με την γκέι αισθητική των διαφημίσεων της μόδας, η οποία κυριαρχείται από μια ακατανόητη γυναικοκρατία που μας κάνει να μπερδευόμαστε, μεταμόρφωσε τον άνδρα σε "γυναικάκι".
Η χειρότερη σημειολογία μετά το είδος άνδρα - “Γυναίκα της Μισής Χαψιάς” είναι ο άνδρας- αγόρι, ο αιώνια ανεύθυνος, που διαδηλώνει περίτρανα την εφηβικότητά του. Αναφερόμαστε άραγε σε ανήλικους γέροντες ή σε άνθρωπους που πάγωσαν στην εφηβεία;
Ο ερμαφρόδιτος άνδρας, είναι η διέξοδος στις διαφημίσεις μόδας; Όχι, ο Άφυλος άνδρας γίνεται το μέλλον στην Δύση, «Ecce o Μετα -άνθρωπος!»
1.
Abric
J.C. (1994) Pratiques Sociales et
Représentations. PUF.
2. Παπαστάμου Σ.
(2000). Η Κοινωνική Ψυχολογία στο κατώφλι
του 21 Αιώνα. Η ελληνική πραγματικότητα.
εκδ. Ελληνικά Γράμματα.
3. Frank G.A., (1967). Sociology of Development and Underdevelopment of Sociology,
Catalyst, No 3, University of Buffalo.
4. Σακελλαρόπουλος,
Σ. (2001). Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση,
Αθήνα, εκδ. Λιβάνη.
5. Οκενγκέμ Γκυ.
(1983). Ιστορική Εικόνα της Ομοφυλοφιλίας.
εκδ. Νεφέλη.
6. Φουκώ Μ., (1982) Η
ιστορία της σεξουαλικότητας. 1. Η Δίψα για Γνώση. (Μτφ- Σχόλια Ριζάκη
Γκλόρυ). Εκδ. Κέδρος.
7. ΚΛΙΚ,
Αύγουστος, (2000) . «Μα που πήγαν οι άνδρες; Αγόρια, είστε αρκετά
γκέι;»
8. Gallup special reports (1999). The Gallup
poll: 65 years of polling history, www.gallup.com/poll/specialReports/pollSummaries/polls_this_century_QuizQ.asp
*Η Γεωργία Σ. Τζαμαλούκα είναι Κοινωνική Ψυχολόγος
Δημοσίευση σχολίου