Κυρίαρχες αντιλήψεις για τη μουσουλμανική μειονότητα στη μετακομμουνιστική Βουλγαρία

 

Ο τουρκικός πληθυσμός της Βουλγαρίας αποτελεί σήμερα τη μεγαλύτερη μειονοτική πληθυσμιακή ομάδα των Βαλκανίων μετά τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου. Ήδη το αυτόνομο βουλγαρικό κράτος, που δημιουργήθηκε με τη συνθήκη του Βερολίνου, περιλάμβανε μια μεγάλη τουρκική πληθυσμιακή ομάδα. Σύμφωνα με την απογραφή του 1887, ο τουρκικός πληθυσμός αποτελούσε το 19,48% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Όμως, το ποσοστό αυτό άρχισε σταδιακά να μειώνεται εξαιτίας της μετανάστευσης του τελευταίου, έως ότου σταθεροποιηθεί την περίοδο του Μεσοπολέμου στο 10 με 11%. Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι σχέσεις του τουρκικού πληθυσμού με το βουλγαρικό κράτος μέχρι το 1934, δεν διακρίνονταν από κάποια ένταση. Την ίδια περίοδο, η προσοχή της κυβέρνησης της Σόφιας ήταν στραμμένη στο Μακεδονικό Ζήτημα και οι Έλληνες της Βουλγαρίας υπέστησαν πολύ μεγαλύτερες πιέσεις απ’ ό,τι οι μουσουλμάνοι. Με το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1934 εγκαινιάστηκε μια περίοδος πιέσεων εις βάρος της τουρκικής μειονότητας.

 

Εικ.1: Εθνολογικός χάρτης του 1892 με γνώμονα τη μητρική γλώσσα.

Η άνοδος των κομμουνιστών στην εξουσία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σηματοδότησε και μια μεταστροφή της πολιτικής έναντι της τουρκικής μειονότητας. Τις δεκαετίες του ’40 και του ’50, το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας (ΚΚΒ), ευθυγραμμιζόμενο με την ιδεολογία του σοσιαλιστικού διεθνισμού, ακολούθησε αρχικά μια πολιτική ανεκτικότητας, στοχεύοντας στη μετατροπή της από μια θρησκευτική σε μια κοσμική, εθνική κοινότητα με σοσιαλιστική συνείδηση. Μετά το 1960 όμως, το ΚΚΒ, υπό την ηγεσία του Todor Zhivkov, άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπει πλέον την πολιτική της ανεκτικότητας, θέτοντας ως στόχο τη δημιουργία ενός εθνικά μονολιθικού βουλγαρικού κράτους. Τις δεκαετίες του ’60 και ’70, η νέα πολιτική του ΚΚΒ εφαρμόστηκε πρώτα στους Πομάκους και στους Τσιγγάνους. Το αποκορύφωμα της αφομοιωτικής πολιτικής αποτελεί η λεγόμενη «εκστρατεία αναγέννησης», η βίαιη μετατροπή δηλαδή των μουσουλμανικών ονομάτων του τουρκικού πληθυσμού σε βουλγαρικά6, από τον Δεκέμβριο του 1984 μέχρι τον Μάρτιο του 1985. Στα έτη 1984-1989, το ΚΚΒ υιοθέτησε μια πολιτική διώξεων εις βάρος του μουσουλμανικού πληθυσμού, με περιορισμούς στη χρήση της τουρκικής γλώσσας και στην τέλεση των θρησκευτικών του καθηκόντων. Παράλληλα, το επίσημο κράτος έπαψε να αναγνωρίζει την ύπαρξη εντός της βουλγαρικής επικράτειας πληθυσμού τουρκικής καταγωγής, διατυπώνοντας την άποψη ότι οι μουσουλμάνοι της χώρας ήταν Βούλγαροι βίαια εξισλαμισθέντες την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, οι οποίοι είχαν, πλέον, συνειδητοποιήσει τη βουλγαρική εθνική τους ταυτότητα και είχαν αναγεννηθεί εθνικά7. Η πολιτική της «αναγέννησης» έκλεισε με τη μετανάστευση στην Τουρκία, το καλοκαίρι του 1989, 300.000 Τούρκων της Βουλγαρίας8, κίνηση που πολύ γρήγορα επρόκειτο να αντιστραφεί. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1990, 130.000 από τους μετανάστες είχαν επιστρέψει στη Βουλγαρία9.

Εικ.2: Η μαζική φυγή προς την Τουρκία το καλοκαίρι του 1989, γνωστή και ως “μεγάλη εκδρομή”, λόγω του αμφίδρομου και προσωρινού χαρακτήρα της.

Στις 10 Νοεμβρίου 1989, με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΒ, ο Zhivkov απαλλάχθηκε από τα καθήκοντα του γενικού γραμματέα του κόμματος και του προέδρου της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας10. Η νέα κομμουνιστική ηγεσία του Petar Mladenov καταδίκασε την πολιτική αφομοίωσης του μουσουλμανικού πληθυσμού από το καθεστώς Zhivkov και αποφάσισε, στις 29 Δεκεμβρίου 1989, την αποκατάσταση των δικαιωμάτων του11. Αξιοσημείωτο, ωστόσο, είναι ότι η απόφαση αυτή προκάλεσε την αντίδραση του βουλγαρικού πληθυσμού. Διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για την αποκατάσταση των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων οργανώθηκαν σε πολλές περιοχές της χώρας, κυρίως όμως εκεί, όπου η παρουσία του μουσουλμανικού στοιχείου ήταν έντονη12. Νέες αντιδράσεις προκάλεσε η συμμετοχή στις εκλογές του 1990 του κόμματος που εκπροσωπούσε την τουρκική μειονότητα, της Κίνησης Δικαιωμάτων και Ελευθεριών (ΚΔΕ)13, αλλά κυρίως το γεγονός ότι μετά τις βουλευτικές εκλογές του 1991, οι 24 βουλευτές της ΚΔΕ ήταν εκείνοι που ρύθμιζαν την πολιτική κατάσταση, καθορίζοντας αν η Ένωση Δημοκρατικών Δυνάμεων (ΕΔΔ) ή το Βουλγαρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΒΣΚ) θα σχημάτιζαν κυβέρνηση. Πράγματι, μέχρι το 1994, οι κυβερνήσεις Dimitrov και Berov σχηματίστηκαν με την κοινοβουλευτική στήριξη της ΚΔΕ14.

 

Εικ.3: Τα αποτελέσματα των πρώτων μετακομμουνιστικών βουλευτικών εκλογών του 1991.

Οι παραπάνω αντιδράσεις του βουλγαρικού πληθυσμού αντικατοπτρίζουν την κυρίαρχη αντίληψη που επικρατούσε όσον αφορά τη μουσουλμανική μειονότητα: ο χαρακτηριζόταν απερίφραστα ως απειλή για την ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της Βουλγαρίας.

Την ίδια εικόνα αποδίδουν και τα αποτελέσματα κοινωνιολογικών ερευνών με θέμα τις σχέσεις ανάμεσα στις διάφορες εθνικές ομάδες στη μετακομμουνιστική Βουλγαρία15. Σε μια τέτοια έρευνα του 199416 πάνω από 50% του βουλγαρικού πληθυσμού θεωρούσε ότι οι Τούρκοι αποτελούσαν απειλή για την ασφάλεια της χώρας.

Το αίσθημα αυτό ανασφάλειας του βουλγαρικού πληθυσμού έχει ως κύρια σημεία αναφοράς την αριθμητική δύναμη του τουρκικού στοιχείου, τα ανησυχητικά δημογραφικά δεδομένα (υψηλός δείκτης γεννητικότητας), την άμεση γειτνίαση με την ανώτερη σε στρατιωτική ισχύ Τουρκία, τον ρυθμιστικό ρόλο των πολιτικών κομμάτων της τουρκικής μειονότητας, την έντονη παρουσία του ισλαμικού στοιχείου στη Βουλγαρία, αλλά και τα στερεότυπα που σχετίζονται με την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας όπως και αυτά που καλλιεργήθηκαν από το κομμουνιστικό καθεστώς.

Όσον αφορά τα πληθυσμιακά δεδομένα, σύμφωνα με την απογραφή του Δεκεμβρίου του 199217, ο τουρκικός πληθυσμός ανερχόταν σε 800.052, αριθμός που αντιπροσώπευε το 9,43% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, ενώ ο αριθμός των μουσουλμάνων ανερχόταν συνολικά σε 1.110.295 (εκ των οποίων οι 83.537 ήταν Σιΐτες), ποσοστό δηλαδή 13,07% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της απογραφής, στη Βουλγαρία υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν δύο μεγάλες πληθυσμιακές συγκεντρώσεις του τουρκικού στοιχειού, η πρώτη στο Νότο στις επαρχίες Kardjhali και Haskovo και η δεύτερη στα βορειοανατολικά, στις επαρχίες Razgrad, Shumen, Turgovishte και Σιλίστρια. Επιπλέον, η συνεχής πτώση του ρυθμού φυσικής πληθυσμιακής αύξησης, που από -0,4‰ το 1990 έφτασε στο -3,8‰ το 199418, αλλά και ο υψηλότερος ρυθμός γεννήσεων στους κόλπους του μουσουλμανικού πληθυσμού, δημιουργούσαν ανησυχητική προοπτική για τη μελλοντική πληθυσμιακή ισορροπία19.

Έντονη ανησυχία στον βουλγαρικό πληθυσμό προκαλούσε επίσης η συμπεριφορά Πομάκων και Τσιγγάνων, ένα μέρος εκ των οποίων έτεινε να υιοθετήσει την τουρκική εθνική ταυτότητα20, γεγονός που ενίσχυε την ήδη μεγάλη πληθυσμιακή δύναμη του τουρκικού στοιχείου. Υπολογίζεται ότι στην απογραφή του 1992, περίπου 30.000 Πομάκοι κατεγράφησαν ως Τούρκοι21. Στις 21 Μαΐου 1993, η κοινοβουλευτική επιτροπή που ερευνούσε καταγγελίες περί πιέσεων εις βάρος του πομακικού πληθυσμού, ώστε να καταγραφεί ως τουρκικός στην απογραφή του 1992, αποφάσισε την ακύρωση των αποτελεσμάτων της απογραφής στις περιοχές Yakoruda και Gotse Delchev της δυτικής Ροδόπης, καθώς και τη δικαστική δίωξη στελεχών της ΚΔΕ που ενέχονταν στις προαναφερόμενες καταγγελίες.


Εικ.4: Παραδοσιακός γάμος Πομάκων.

Η Βουλγαρία, μετά τη διάλυση του συμφώνου της Βαρσοβίας, αντιμετώπιζε ένα έλλειμμα ασφάλειας που προσλάμβανε ανησυχητικές διαστάσεις σε συσχετισμό με την οικονομική κρίση που διερχόταν η χώρα, αλλά και με το γεγονός ότι συνορεύει μ’ ένα κράτος ανώτερο σε στρατιωτική ισχύ, το οποίο μάλιστα εκφράζει έντονο ενδιαφέρον για την τύχη του μεγάλου αριθμού των ομοεθνών του που διαμένουν εντός της βουλγαρικής επικράτειας. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 λειτούργησε καταλυτικά στην ψυχολογία του βουλγαρικού πληθυσμού. Το 1992 το 40,3% των Βουλγάρων θεωρούσε ότι υφίστατο κίνδυνος μιας εξωτερικής εισβολής, το δε 34,9% πίστευε ότι η Τουρκία αποτελούσε τη μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλεια της χώρας. Οι απόψεις αυτές διατυπώθηκαν σε μια περίοδο όπου το κλίμα που χαρακτήριζε τις βουλγαροτουρκικές σχέσεις ήταν πολύ καλό. Την ίδια χρονιά άλλωστε υπογράφηκε διμερές Σύμφωνο φιλίας, καλής γειτονίας, συνεργασίας και ασφάλειας. Ωστόσο, η οικονομική διείσδυση της Τουρκίας στον βουλγαρικό χώρο -τον Δεκέμβριο του 1997 ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Mesut Yılmaz δηλώσε ότι πάνω από χίλιες τουρκικές εταιρείες δραστηριοποιούνταν στη Βουλγαρία – οι σχέσεις της Άγκυρας με την τουρκική μειονότητα και το γεγονός ότι η τελευταία μπορούσε να επηρεάζει τις πολιτικές εξελίξεις στη Βουλγαρία, δημιούργησαν ένα κλίμα ανησυχίας στον βουλγαρικό πληθυσμό. Η ανησυχία αυτή εντάθηκε όταν έγιναν γνωστές οι διακηρύξεις διαφόρων τουρκικών οργανώσεων, που επαγγέλονταν την αυτονόμηση των περιοχών όπου κυριαρχούσε πληθυσμιακά το τουρκικό στοιχείο ή όταν διαδίδονταν υπερβολικές εκτιμήσεις ως προς την πληθυσμιακή ισχύ της τουρκικής μειονότητας: το Ίδρυμα Αλληλεγγύης για τους Τούρκους των Βαλκανίων (Balkan Türkleri Dayanιşma ve Kültür Derneği) προσδιόριζε τον τουρκικό πληθυσμό της Βουλγαρίας σε 2.500.000.

 Εικ.5: Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Mesut Yılmaz (αριστερά) στα σύνορα μεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας τον Δεκέμβριο του 1997.

Το γεγονός ότι ο τουρκικός πληθυσμός ήταν πολιτικά ενεργός επηρεάζοντας τις εσωτερικές εξελίξεις αντιμετωπίστηκε αρνητικά από τη βουλγαρική κοινή γνώμη. Το 1994, το 61% του βουλγαρικού πληθυσμού θεωρούσε ότι οι Τούρκοι διέθεταν υπερβολικά μεγάλη πολιτική δύναμη. Ο σχηματισμός, την περίοδο 1993-1994, πολιτικών κομμάτων που απευθύνονταν στον τουρκικό ή στο μουσουλμανικό πληθυσμό θεωρήθηκε κλιμάκωση του τουρκικού εξτρεμισμού. Τα τουρκικά και μουσουλμανικά κόμματα κατηγορήθηκαν ότι προωθούσαν αποσχιστικές τάσεις. Η άποψη αυτή όμως ισχύει μόνο για το παράνομο Τουρκικό Δημοκρατικό Κόμμα του Adem Kenan. Τα υπόλοιπα κόμματα κινούνταν μέσα στο πλαίσιο της συνταγματικής νομιμότητας. Η ΚΔΕ ακολουθούσε μια μετριοπαθή πολιτική, επιθυμώντας οι ενέργειές της να μην προκαλέσουν εντάσεις στις σχέσεις μεταξύ των εθνικών ομάδων της Βουλγαρίας. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής δεν επιδίωκε, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, την αναγνώριση καθεστώτος εθνικής μειονότητας για τον τουρκικό πληθυσμό, ενώ στη μοναδική υπουργική θέση που έλαβε στην κυβέρνηση συνασπισμού του Berov, τοποθετήθηκε ένα από τα λίγα μέλη του κόμματος που ήταν Βούλγαρος χριστιανός ορθόδοξος. Παράλληλα, ο αρχηγός του κόμματος Ahmet Dogan, με δηλώσεις του, είχε επανειλημμένα εκφράσει την προσκόλλησή του στη συνταγματική νομιμότητα και την επιθυμία του να συμβάλει στην ειρηνική αλλαγή προς τον εκδημοκρατισμό.


 Εικ.6: Το λογότυπο της Κίνησης Δικαιωμάτων και Ελευθεριών και ο πρόεδρος Ahmet Dogan.

Η άνοδος του ισλαμικού φονταμενταλισμού, η αναγέννηση του Ισλάμ στην Τουρκία και ο ρόλος του στις συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία ενίσχυσαν περαιτέρω το αίσθημα ανασφάλειας των Βουλγάρων. Το αίσθημα αυτό επιτάθηκε από το γεγονός ότι η μουσουλμανική κοινότητα της Βουλγαρίας δεχόταν χρηματοδότηση από μουσουλμανικές χώρες, κυρίως τη Σαουδική Αραβία και το Ιράν, αλλά και από διάφορες ισλαμικές οργανώσεις. Οι Τούρκοι δεν θεωρούνταν πλέον από τους Βούλγαρους απλώς άτομα διαφορετικού θρησκευτικού δόγματος, αλλά θρησκευτικά φανατικοί, αν και το τελευταίο ίσχυε στην πραγματικότητα για έναν πολύ μικρό αριθμό. Το 1994 το 72,3% των Βουλγάρων χαρακτήριζε τους Τούρκους ως θρησκευτικά φανατικούς.

 

Ακόμη και η αντίληψη του βουλγαρικού πληθυσμού ότι η τουρκική μειονότητα αποτελούσε απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, σχετιζόταν και με τα στερεότυπα που είχαν εμφυτευτεί στη βουλγαρική εθνική συνείδηση, τα οποία σκιαγραφούσαν με ιδιαίτερα αρνητικό τρόπο την οθωμανική κυριαρχία, τον Τούρκο κατακτητή και την ισλαμική θρησκεία. Στερεότυπα, τα οποία καλλιεργήθηκαν συστηματικά από το ΚΚΒ κατά τη διάρκεια της «εκστρατείας αναγέννησης», με σκοπό να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Βουλγάρων στην πολιτική αφομοίωσης των μειονοτικών πληθυσμών. Τα βουλγαρικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, την περίοδο 1984-1989 έβριθαν υποτιθέμενων ειδήσεων για τρομοκρατικές ενέργειες από τουρκικές αυτονομιστικές οργανώσεις που δρούσαν υπό την καθοδήγηση των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών, για βιασμούς και δολοφονίες που είχαν διαπράξει οι Τούρκοι και για την ύπαρξη διεθνών συνθηκών που προέβλεπαν την αυτονόμηση των περιοχών όπου συγκεντρώνεται το τουρκικό στοιχείο, εφόσον υπερέβαινε το 10% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Η μεγαλύτερη κινητοποίηση του βουλγαρικού στρατού μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργούσε την εντύπωση στον βουλγαρικό πληθυσμό ότι πράγματι κινδύνευε η ασφάλεια της χώρας.

Η αντίληψη αυτή περί απειλής εκφραζόταν πιο έντονα από τους Βούλγαρους κατοίκους των μεικτών πληθυσμιακά περιοχών, δεδομένου ότι σε αυτές και ιδιαίτερα στην ύπαιθρο ο βουλγαρικός πληθυσμός αποτελούσε όντως μειοψηφία. Για παράδειγμα, στην επαρχία του Kardjhali μόνο το τουρκικό στοιχείο ανερχόταν στο 65,7% του συνολικού πληθυσμού, ενώ στο Razgrad, το 47,4%. Το αίσθημα ανασφάλειας των Βουλγάρων κατοίκων των μεικτών πληθυσμιακά περιοχών αντικατοπτριζόταν και στην εκλογική συμπεριφορά τους, καθώς η εκλογική δύναμη των διαφόρων εθνικιστικών κομμάτων είναι αυξημένη στις συγκεκριμένες περιοχές. Για παράδειγμα, το Βουλγαρικό Εθνικό Ριζοσπαστικό Κόμμα, στις εκλογές του 1991 συγκέντρωσε το 1,28% του συνόλου των ψήφων, αλλά στην επαρχία Turgovishte, όπου είναι έντονη η παρουσία του τουρκικού στοιχείου, το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 10,45%.

H προτομή του στρατηγού-ελευθερωτή από τον οθωμανικό ζυγό το 1912 στρατηγού Vasil Delov στο Kardjhali. Τα αποκαλυπτήρια προκάλεσαν τις έντονες διαμαρτυρίες των Μουσουλμάνων κατοίκων της πόλης.

Στις μεικτές πληθυσμιακά περιοχές το αίσθημα ανασφάλειας δεν σχετιζόταν μόνο με το ενδεχόμενο εκδήλωσης αποσχιστικών τάσεων από την πλευρά του τουρκικού πληθυσμού, αλλά αφορούσε και την ανησυχία του βουλγαρικού στοιχείου ότι θα υποβιβαζόταν σε μειονεκτική θέση στις τοπικές κοινωνίες, όπου κυριαρχούσε πληθυσμιακά η μειονότητα. Στον βουλγαρικό πληθυσμό των ιδίων περιοχών κυριαχούσε η αντίληψη ότι οι Τούρκοι θα επιχειρούσαν να εκδικηθούν για την «εκστρατεία αναγέννησης», γεγονός που αποδεικνύουν και οι χαρακτηρισμοί του τουρκικού πληθυσμού από τους Βουλγάρους ως εκδικητικού, μοχθηρού και ύπουλου. Άλλωστε, αρκετοί Βούλγαροι παρασυρόμενοι από την προπαγανδιστική μηχανή του Zhivkov, είχαν συμμετάσχει στην επιχείρηση αλλαγής ονομάτων του τουρκικού πληθυσμού. Επιπλέον, ο βουλγαρικός πληθυσμός ανησυχούσε ότι θα τεθεί στο περιθώριο όσον αφορά την οικονομική κυρίως δραστηριότητα εφόσον η Τοπική Αυτοδιοίκηση βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων. Στις δημοτικές εκλογές του 1991, η ΚΔΕ εξέλεξε 20 δημάρχους και 650 κοινοτάρχες, ενώ παράλληλα η τουρκική κοινότητα φιλοδοξούσε να δημιουργήσει τις δικές της οικονομικές οργανωτικές δομές με τη βοήθεια επενδύσεων προερχομένων από την Τουρκία46.

Το αίσθημα αυτό ανασφάλειας του βουλγαρικού πληθυσμού που περιγράψαμε αρκετές φορές, οφειλόταν δηλώσεις ή ενέργειες των πολιτικών δυνάμεων της χώρας με στόχο την προώθηση πρόσκαιρων πολιτικών σκοπιμοτήτων. Τα βουλγαρικά εθνικιστικά κόμματα47 στήριζαν την εκλογική τους δύναμή, σε μεγάλο βαθμό, στον βαθμό έντασης του αισθήματος ανασφάλειας των Βουλγάρων, κυρίως εκείνων των μεικτών πληθυσμιακά περιοχών, αισθήματος, το οποίο φρόντιζαν επιμελώς να καλλιεργούν και να ενισχύουν. Τον Νοέμβριο του 1990, οι βουλγαρικές εθνικιστικές ομάδες της περιοχής του Razgrad κήρυξαν την «ανεξάρτητη βουλγαρική δημοκρατία» ως αντίδραση στη φιλοτουρκική πολιτική της κυβέρνησης της Σόφιας. Το 1994 ανακοινώθηκε η ίδρυση παραστρατιωτικών ομάδων με την ονομασία Pan Slavia, με αποστολή την αντιμετώπιση των παράνομων τουρκικών σχηματισμών και τις τσιγγάνικων συμμοριών. Το εθνικιστικό χαρτί χρησιμοποιήθηκε και από τις δύο μεγάλες πολιτικές δυνάμεις της Βουλγαρίας, την ΕΔΔ και κυρίως το ΒΣΚ. Το ΒΣΚ συνεργαζόταν εκλογικά με εθνικιστικές ομάδες, ενώ στελέχη του, αλλά και το δημοσιογραφικό όργανο του κόμματος, η εφημερίδα Duma, κατηγορούσαν συχνά την ΚΔΕ για διενέργεια επιχείρησης τουρκοποίησης των Πομάκων και για τη δημιουργία οπλοστασίων στις τουρκικές περιοχές, με σκοπό την προώθηση στη Βουλγαρία σχεδίου ανάλογου με αυτό της Βοσνίας. Μετά την άρση της υποστήριξης της ΚΔΕ προς την κυβέρνηση Dimitrov, τον Οκτώβριο του 1992, εμφανίστηκαν άρθρα στο δημοσιογραφικό όργανο της ΕΔΔ, την εφημερίδα Demokratsiya, που κατήγγειλαν το κόμμα της μειονότητας ότι προωθούσε συστηματικά την τουρκοποίηση των Πομάκων, ενώ το Δεκέμβριο του 1997, ο πρωθυπουργός της Βουλγαρίας και πρόεδρος της ΕΔΔ, Ivan Kostov, κατηγόρησε ευθέως την ΚΔΕ ότι προστατεύει τα συμφέροντα εγκληματικών ομάδων. Ωστόσο, το ότι τόσο η ΕΔΔ όσο και το ΒΣΚ συνεργάστηκαν εκλογικά με την ΚΔΕ καταδεικνύει ότι οι παραπάνω δηλώσεις δεν είχαν ιδεολογικό υπόβαθρο, αλλά μάλλον συγκυριακό πολιτικό χαρακτήρα, δημιούργησαν ωστόσο εντυπώσεις στους κόλπους του βουλγαρικού πληθυσμού.

 Όλη αυτή η κατάσταση είχε ως εύλογο αποτέλεσμα την έλλειψη συναίνεσης στη χορήγηση μειονοτικών δικαιωμάτων. Η αναγνώριση συλλογικών μειονοτικών δικαιωμάτων ταυτιζόταν από τον βουλγαρικό πληθυσμό με την ενθάρρυνση αποσχιστικών τάσεων, γι’ αυτό στο βουλγαρικό Σύνταγμα του 1991 δεν αναφέρεται πουθενά ο όρος μειονότητα. Η βουλγαρική πλευρά θεωρούσε ότι δεν είναι απαραίτητη η αναγνώριση συλλογικών μειονοτικών δικαιωμάτων, εφόσον η συνταγματική κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων περιλάμβανε και τα δικαιώματα των μελών μειονοτικών ομάδων. Ένα μεγάλο μέρος του βουλγαρικού πληθυσμού αντιστάθηκε στην αποκατάσταση των δικαιωμάτων του μουσουλμανικού πληθυσμού στο σύνολό του. Ιδιαίτερα η αντίθεσή των Βουλγάρων εντοπίζεται στη συμμετοχή των Τούρκων στην πολιτική ζωή της χώρας και στη διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας στα βουλγαρικά σχολεία.

Η έλλειψη αυτή συναίνεσης των Βουλγάρων στην αποκατάσταση των δικαιωμάτων του μειονοτικού πληθυσμού δημιούργησε ένα κλίμα έντασης στις σχέσεις μεταξύ των διάφορων εθνικών ομάδων της Βουλγαρίας, που μέχρι σήμερα δεν έχει οδηγήσει σε σύγκρουση (αν και, συμφώνα με τα αποτελέσματα δημοσκόπησης του 1993, το 67% των ερωτηθέντων θεωρούν αυτό το ενδεχόμενο πιθανό). Το παραπάνω όμως ενδεχόμενο φαίνεται να απομακρύνεται, εφόσον η ένταση στις σχέσεις ανάμεσα στις εθνικές ομάδες της Βουλγαρίας μετά την επικίνδυνη κλιμάκωσή της την περίοδο 1990-1991 ολοένα μειώνεται, αφού ο βαθμός συναίνεσης του βουλγαρικού πληθυσμού στη χορήγηση δικαιωμάτων στις μειονότητες της χώρας αυξάνει. Παράλληλα, η νέα γενιά χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερο ποσοστό ανεκτικότητας απέναντι σε άτομα διαφορετικής εθνικής συνείδησης και θρησκευτικού δόγματος.

Η εξάλειψη της πιθανότητας εθνοπολιτιστικής σύγκρουσης στη Βουλγαρία σχετίζεται, σε μεγάλο βαθμό, με το κατά πόσο θα ξεπεραστεί η οικονομική και η συνακόλουθη κοινωνική κρίση που μαστίζουν τη χώρα, φαινόμενα που ευνοούν την αναζήτηση «μαύρων προβάτων» και την εθνική ένταση. Προς την ίδια κατεύθυνση μπορεί να λειτουργήσει ο περαιτέρω εκδημοκρατισμός της Βουλγαρίας, που θα αντισταθμίσει την έλλειψη δημοκρατικής συνείδησης του βουλγαρικού λαού και η ένταξη της Βουλγαρίας στο NATO και την Ευρωπαϊκή Ένωση63, γεγονός που άρχισε ήδη να καλύπτει το κενό ασφάλειας και να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για οικονομική ανάπτυξη της χώρας.


 Εικ.11: Pomaks – the Muslims in Bulgaria

Το παρόν άρθρο παρουσιάστηκε υπό τη μορφή ανακοίνωσης στο πλαίσιο των εργασιών του ΚΑ΄ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου (Θεσσαλονίκη, 26-18 Μαΐου 2000) και συμπεριλήφθηκε στον Τόμο των Πρακτικών, Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 491-502.

Ο Γιάννης Γκλαβίνας είναι Διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. και Αρχειονόμος της Κεντρικής Υπηρεσίας των Γενικών Αρχείων του Κράτους. 

Σημ.: Το άρθρο δημοσιευθηκε στο Επιμύθιον το Σάββατο 6.12.2025

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη