Το μέλλον της λογοτεχνίας φαίνεται να σχηματίζει δύο παράλληλες και συχνά αντικρουόμενες– διαδρομές: μία που συνεχίζει την παράδοση της ανθρώπινης δημιουργίας και μία άλλη, ταχέως επιταχυνόμενη, όπου η τεχνητή νοημοσύνη διεκδικεί όλο και περισσότερο χώρο. Τα στοιχεία των πρόσφατων ερευνών, αλλά και η καθημερινή εμπειρία συγγραφέων και αναγνωστών, δείχνουν ότι η σύγκρουση αυτή δεν είναι μια αφηρημένη ανησυχία αλλά μια χειροπιαστή πραγματικότητα.
Το λογοτεχνικό τοπίο αλλάζει με ρυθμούς που ξαφνιάζουν ακόμη και τους ίδιους τους δημιουργούς του. Η περίπτωση μιας πρότασης που «μυρίζει» Ian McEwan αλλά έχει παραχθεί από μια δωρεάν πλατφόρμα AI δεν αποτελεί απλώς τεχνική επίδειξη. Είναι μια προειδοποίηση: τα εργαλεία αυτά, αν και όχι τέλεια, παράγουν ήδη κείμενα αρκετά πειστικά για τον μέσο αναγνώστη. Αυτό εξηγεί και τα ευρήματα της έρευνας του Πανεπιστημίου του Cambridge, σύμφωνα με την οποία πάνω από τους μισούς επαγγελματίες μυθιστοριογράφους στη Βρετανία φοβούνται ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα τους αντικαταστήσει. Οι φόβοι που μέχρι πρόσφατα μοιάζανε διάχυτοι, μετατρέπονται πλέον σε σαφή απειλή: σε λίγα δευτερόλεπτα, και χωρίς κανένα κόστος, μπορεί να παραχθεί ένα μυθιστόρημα που μιμείται το ύφος σχεδόν οποιουδήποτε συγγραφέα.
Πέρα, όμως, από την απειλή της μίμησης ή τα ζητήματα πνευματικών δικαιωμάτων, ένα ακόμη πιο ανησυχητικό ενδεχόμενο προκύπτει από τη δουλειά της ερευνήτριας Δρ Clementine Collett. Η Collett μιλά για τη δημιουργία μιας «διπλής αγοράς», όπου τα ανθρώπινα έργα θα αποτελούν ένα ακριβό προϊόν, ενώ τα AI βιβλία θα κατακλύζουν την αγορά δωρεάν ή με ελάχιστο κόστος. Το σενάριο ακούγεται δυστοπικό – κι όμως, ζούμε ήδη σε εποχές όπου άλλοτε αδιανόητες τεχνολογικές παρεμβάσεις στην καθημερινότητα θεωρούνται φυσιολογικές. Από ψηφιακές σχέσεις μέχρι αλγοριθμική διαχείριση του πένθους και ψηφιακούς ηθοποιούς, ο κόσμος μοιάζει να προσαρμόζεται με εντυπωσιακή ευκολία σε πραγματικότητες που θυμίζουν επεισόδια του Black Mirror.
Ήδη, πολλοί αναγνώστες στρέφονται σε κείμενα που παράγονται από AI, ιδίως στο non-fiction όπου η πληροφορία θεωρείται σημαντικότερη της λογοτεχνικής ποιότητας. Όμως αυτή η τάση παραβλέπει κάτι κρίσιμο: οι καλύτεροι nonfiction συγγραφείς δεν αρκούνται στη μετάδοση «στεγνών» δεδομένων. Χτίζουν αφήγηση, δίνουν φωνή, μεταμορφώνουν την πληροφορία σε ανθρώπινη εμπειρία. Μια διαδικασία που η τεχνητή νοημοσύνη ακόμη δεν κατανοεί πλήρως.
Η συζήτηση γίνεται ακόμη πιο δύσκολη στον χώρο των «δομημένων» λογοτεχνικών ειδών – ρομαντικό, αστυνομικό, περιπέτεια – όπου η φόρμα συχνά ακολουθεί αναμενόμενους κανόνες. Θεωρητικά, αυτά τα είδη είναι τα πιο ευάλωτα στην αυτοματοποίηση. Όμως η Collett υπενθυμίζει ότι ακόμη και στις πιο «προβλέψιμες» δομές, η δημιουργική έκπληξη ενός ικανού συγγραφέα είναι αναντικατάστατη. Η αγορά, βέβαια, σκέφτεται διαφορετικά: οι αναγνώστες θέλουν περισσότερα βιβλία και τα θέλουν γρήγορα. Εκεί η AI υπερτερεί, υιοθετώντας έναν ρυθμό παραγωγής που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να ακολουθήσει.
Ταυτόχρονα, η εισβολή της τεχνητής νοημοσύνης στον χώρο της οπτικοακουστικής δημιουργίας – από τις εισαγωγές της σειράς Secret Invasion έως το The Eternaut – δείχνει πως η ανθεκτικότητα του κοινού στις τεχνολογικές μιμήσεις μειώνεται. Η πρόσφατη οργή απέναντι στη ψηφιακή ηθοποιό Tilly Norwood μοιάζει να αποτελεί την εξαίρεση και όχι την αρχή μιας αντίστασης.
Η προοπτική ενός κόσμου όπου οι περισσότεροι άνθρωποι θα διαβάζουν αποκλειστικά μη ανθρώπινα βιβλία είναι πραγματικά εφιαλτική. Όχι μόνο για τους συγγραφείς, αλλά και για την κοινωνία που θα εμβαθύνει ακόμη περισσότερο στις ανισότητες: εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν ήδη πρόσβαση σε ποιοτικά βιβλία, και η μετατροπή της ανθρώπινης γραφής σε «πολυτέλεια» θα έκανε το χάσμα αυτό χαώδες.
Κι όμως, μέσα στη γενικευμένη ανησυχία, κάποιες φωνές παραμένουν αισιόδοξες. Ο ανερχόμενος συγγραφέας Tobi Coventry υποστηρίζει ότι «ο κόσμος θέλει να ξέρει πως κάποιος κάθισε, σκέφτηκε, πόνεσε και έγραψε». Η ανθρώπινη εμπειρία δεν αντιγράφεται – μόνο προσομοιώνεται.
Η τελική απάντηση για το πού οδεύουμε ίσως δεν βρίσκεται στην τεχνολογία, αλλά στη βούληση της κοινωνίας. Οι κυβερνήσεις και τα πολιτισμικά ιδρύματα καλούνται να θέσουν όρια πριν η αγορά αποφασίσει μόνη της. Γιατί μπορεί ένα κείμενο να «μοιάζει» με Ian McEwan όμως δεν είναι. Κι αν κάποτε πάψουμε να μπορούμε να διαβάσουμε την πραγματική ανθρώπινη φωνή, όχι επειδή δεν υπάρχει αλλά επειδή δεν θα μπορούμε να την πληρώσουμε, τότε η απώλεια δεν θα είναι τεχνολογική - θα είναι βαθιά πολιτισμική.

Δημοσίευση σχολίου