Η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η ανάδυση, η σύγκρουση και η ενσωμάτωση μιας μειονότητας (Μέρος Α΄)

 


Η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι ένα κοινωνικοπολιτικό γεγονός της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας, με ζωντανούς τους πρωταγωνιστές του. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι μπορούν να αφηγηθούν αυτοβιογραφικά αυτό το ιστορικό παρελθόν, να μας παραθέσουν τις προσωπικές τους ενθυμήσεις και μαρτυρίες των γεγονότων. Μισός αιώνας μετά, και οι μνήμες είναι νωπές. Οι αυτοβιογραφικές μνήμες, με το πέρασμα του χρόνου, θα γίνουν ιστορικές μνήμες, θα καταγραφούν από τους ειδικούς και θα τις διαβάζουμε στα βιβλία, θα τις διδασκόμαστε στο σχολείο, θα τις βλέπουμε στα μνημεία, θα τις συναντάμε στα μουσεία (Halbwachs, 1968/2013).

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου αποτελεί ορόσημο αντιδικτατορικού αγώνα στην Ελλάδα, με πρωταγωνιστές κυρίως τους/τις νέους/ες φοιτητές/τριες. Στο αφιέρωμα για τα 50 χρόνια του Πολυτεχνείου, θα παρουσιάσω μία κοινωνιοψυχολογική προσέγγιση, στην οποία ελέγχεται η υπόθεση σύμφωνα με την οποία η εξέγερση του Πολυτεχνείου αποτελεί μειονοτική πράξη και οι εξεγερθέντες έδρασαν ως ενεργή μειονότητα, έτσι όπως ορίζεται από τον κοινωνιοψυχολόγο Serge Moscovici (1979, 1989), δηλαδή ως μια καταπιεσμένη κοινωνική ομάδα (εξεγερθέντες), η οποία υφίσταται την επικυριαρχία της εξουσίας (στρατιωτικό καθεστώς), αναλαμβάνει δράση, υιοθετεί συγκεκριμένη συμπεριφορά, έχει αντιπρόταση και προσπαθεί να επηρεάσει τον πληθυσμό (ελληνικό λαό) για να επέλθει αλλαγή (επιστροφή στο πλουραλιστικό πολιτικό σύστημα). Για το σκοπό αυτό, θα παρουσιαστούν τρεις ιστορικές στιγμές της μειονότητας του Πολυτεχνείου: η ανάδυση, η σύγκρουση και η ενσωμάτωση1.

Στις 21 Απριλίου του 1967 έγινε το πραξικόπημα του Γεωργίου Παπαδόπουλου και το στρατιωτικό καθεστώς επιβάλλεται στην Ελλάδα. Από τις πρώτες κιόλας μέρες, ο φόβος και ο τρόμος κυριαρχούν στη χώρα. Ο λόγος απαγορεύτηκε, τα πολιτικά κόμματα διαλύθηκαν, οι πολιτικοί εξορίστηκαν, οι φυλακές άνοιξαν διάπλατα, τα βασανιστήρια και τα εγκλήματα ήταν πολλά (βλ. Αλιβιζάτος, 1983).

Το στρατιωτικό καθεστώς ανέκοψε τους λαϊκούς αγώνες που είχαν αναπτυχθεί κατά την περίοδο 1962- 1967, για διεύρυνση των δημοκρατικών αξιών και θεσμών και την κατάργηση της αντικομουνιστικής υστερίας (βλ. ενδεικτικά Ελεφάντης, 1991, Μάνεσης, 1986, Χαραλάμπης, 1985) και, από την αρχή, δεν κατόρθωσε να νομιμοποιηθεί στη λαϊκή συνείδηση. Η χούντα επέβαλε, μέσα από μια «τρομοκρατική πράξη» (Χαραλάμπης, 1985, σ. 271-272), το πολιτικό της καθεστώς, χωρίς να αποσπάσει τη συναίνεση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Η απουσία συναίνεσης/νομιμοποίησης του στρατιωτικού καθεστώτος από τον ελληνικό λαό φαίνεται μέσα από ένα σύνολο αντιδικτατορικών ατομικών ή συλλογικών πράξεων, που ενδεικτικά παραθέτουμε παρακάτω:

  • στις 13 Αυγούστου 1968, έγινε η απόπειρα δολοφονίας του Γεωργίου Παπαδόπουλου, από τον Αλέξανδρο Παναγούλη.
  • στην κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου, στις 3 Νοέμβρη του 1968, συμμετείχαν 300.000 άτομα, για να εκφράσουν την αποδοκιμασία τους στο χουντικό καθεστώς.
  • η κηδεία του Γεωργίου Σεφέρη, στις 22 Σεπτεμβρίου 1971, μετατράπηκε σε πολυπληθή αντιδικατατορική διαδήλωση.
  • κατά τη διάρκεια της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου του 1971 πραγματοποιήθηκαν αντιδικατατορικές εκδηλώσεις.
  • οι 174 βόμβες που τοποθετήθηκαν ή εξεράγησαν στην περιφέρεια Αττικής, κατά τη δικτατορική περίοδο (1967-1974), χωρίς την παραμικρή αντίδραση του κόσμου, που σε διαφορετικές περιπτώσεις θα είχε χαρακτηρίσει αυτές τις πράξεις τρομοκρατικές.
  • η κατάληψη της Νομικής το Φλεβάρη του 1973, όπου συγκεντρώθηκαν 3.000 άτομα (φοιτητές/τριες και μη).

Παρά τις ατομικές και συλλογικές αντιδικτατορικές διαμαρτυρίες, δεν παρατηρείται μαζική κινητοποίηση με απώτερο στόχο την πτώση της χούντας, και αυτό για δύο λόγους. Αφενός, την απουσία πολιτικής κατεύθυνσης με εναλλακτική πρόταση (Δαφέρμος 1992) και, αφετέρου, την ωμή βία του στρατιωτικού καθεστώτος που προκαλούσε φόβο (Χαραλάμπης, 1985).

Σε μια ατμόσφαιρα ελέγχου και καταστολής των δημοκρατικών δυνάμεων, ο μόνος τρόπος έκφρασης και επικοινωνίας που επιτρεπόταν από τις συνθήκες που επικρατούσαν, ήταν η λειτουργία άτυπων ομάδων, η λειτουργία της παρέας. Βέβαια, ο σχηματισμός τέτοιων ομάδων ενείχε κινδύνους, γιατί οι συγκεντρώσεις άνω των πέντε ατόμων απαγορεύονταν. Η χούντα διέλυε τα «πηγαδάκια», θέλοντας να αποκλείσει οποιαδήποτε επικοινωνία θα μπορούσε να συντελέσει στη γέννηση του «κομμουνιστικού κινδύνου», όπως υποστήριζε. Οι παρέες δημιουργούνται σε διάφορους κοινωνικούς χώρους, αλλά κυρίως στους πανεπιστημιακούς χώρους, διότι είναι μαζικοί, και είναι μέσα από αυτές τις παρέες που θα αναδυθούν οι οργανώσεις των αντιδικτατορικών αγώνων. Η επικοινωνία και η συζήτηση προϋποθέτουν την αβεβαιότητα, τη διαφωνία, εμπλουτίζουν τη σκέψη και συνιστούν το αντίδοτο της απόλυτης εξουσίας και της δυνατότητας κοινωνικής αλλαγής (Moscovici, 1981). Το πρώτο αντιδικτατορικό κίνημα, λοιπόν, αναδύεται στους πανεπιστημιακούς χώρους.

Η χούντα προσπάθησε να ελέγξει τους πανεπιστημιακούς χώρους, όπως εξάλλου όλους τους χώρους -κυρίως δημόσιους-, και με την άνοδό της στην εξουσία έλαβε ένα σύνολο μέτρων, όπως:

  • το θεσμό του κυβερνητικού επίτροπου (ΝΔ 180/1969) που διορίζεται από την κυβέρνηση για να παρακολουθεί την εφαρμογή των νόμων στα ΑΕΙ και συνεργαζόταν με τις αρμόδιες αρχές και υπηρεσίες των πανεπιστημίων για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στην ανώτατη παιδεία (Παπαδημητρίου, 1976),
  • την απομάκρυνση του δημοκρατικού εκπαιδευτικού προσωπικού και αντικατάστασή του με τους επικουρικούς καθηγητές,
  • τη διάλυση των δημοκρατικών φοιτητικών συλλόγων και ίδρυση άλλων, ελεγχόμενων από τη χούντα,
  • τον περιορισμό των φοιτητικών δικαιωμάτων (Ν.Δ. 93/1969),
  • την τροποποίηση της διαδικασίας των φοιτητικών εκλογών, οι οποίες στο εξής έπρεπε να διεξάγονται κάτω από τον έλεγχο της χούντας.

Στους πρώτους μήνες του 1972, οι φοιτητές/τριες έκαναν τα πρώτα τους ανοιχτά διαβήματα για την κατάκτηση των δικαιωμάτων τους, αρχίζοντας με το ζήτημα των ελεύθερων φοιτητικών εκλογών και τη συμμετοχή τους στην εκλογή των εκπροσώπων τους. Οι πρώτες φοιτητικές συγκεντρώσεις, για τη διεκδίκηση των ελεύθερων εκλογών, έγιναν στην Αθήνα, στη Νομική, στο Πολυτεχνείο και σ’ άλλες σχολές. Παρόμοιες συγκεντρώσεις έλαβαν χώρα στη Θεσσαλονίκη και στην Πάτρα. Συχνά αυτές οι συγκεντρώσεις κατέληγαν σε ανοιχτές πολιτικές διαδηλώσεις ενάντια στη χούντα, όπως αυτή της 21ης Απριλίου, όπου, λίγο μετά τη δοξολογία στη Μητρόπολη, με την ευκαιρία της πέμπτης επετείου της δικτατορίας, διακόσιοι περίπου φοιτητές και φοιτήτριες συγκεντρώθηκαν στα προπύλαια και φώναζαν «Ελευθερία», «Δημοκρατία», τραγουδούσαν το «Πότε θα κάνει ξαστεριά…» και έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο. Στις αναπαραστάσεις των φοιτητών/τριών, το στρατιωτικό καθεστώς είχε ταυτιστεί με τον ουρανό χωρίς άστρα, με το σκοτάδι της νύχτας, τη σκλαβιά και ήθελαν ν’ αγωνισθούν για την «Ελευθερία» και τη στιγμή που θα «έκανε ξαστεριά».

Ο Καταστατικός Χάρτης για τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, που δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο του 1972, αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, στον έλεγχο των ακαδημαϊκών ελευθεριών, στην απαγόρευση του φοιτητικού συνδικαλισμού και των φοιτητικών αποχών, στον περιορισμό δηλαδή των φοιτητών/τριών στα μαθήματά τους και στην παρεμπόδισή τους να εμπλακούν σε πολιτικά ζητήματα. Οι φοιτητές/τριες κατήγγειλαν το σχέδιο του Καταστατικού Χάρτη, τόσο για το περιεχόμενό του όσο και για την απουσία συμμετοχής τους στη σύνταξή του, και ζήτησαν τη σύνταξη ενός νέου Καταστατικού Χάρτη, στον οποίο θα λάμβαναν μέρος οι ίδιοι/ες για την επεξεργασία και την τελική διαμόρφωσή του, οι διατάξεις του οποίου θα πρόβλεπαν και θα κατοχύρωναν:

  • τη δημοκρατική λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων,
  • την αυτοτέλεια ή αυτοδιοίκηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων,
  • τις συνδικαλιστικές ελευθερίες των φοιτητών/τριών,
  • την προστασία του πανεπιστημιακού ασύλου, καθώς και
  • όλα τα δικαιώματα που έχουν οι φοιτητές/τριες ως πολίτες (Παπάζογλου, 1983, σ. 35).

Στις 20 Νοεμβρίου 1972, ημέρα φοιτητικών εκλογών, οι επικουρικοί καθηγητές προσπάθησαν να κάνουν ό,τι ήταν δυνατόν για τον έλεγχο των εκλογών:

  • Περιόρισαν τα όρια εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους,
  • Αφαίρεσαν το δικαίωμα ψήφου στους πρωτοετείς φοιτητές/τριες,
  • Απαγόρευσαν στους φοιτητές/τριες να συντάξουν το καταστατικό τους κ.λπ.

Μεγάλο μέρος των φοιτητών/τριών αρνήθηκε να συμμετάσχει στις «χουντοεκλογές». Μετά από τις εκλογές βίας και νοθείας ξέσπασαν διαδηλώσεις και αποχές, όπου οι φοιτητές/τριες διεκδικούσαν την ουσιαστική αλλαγή στο περιεχόμενο των πανεπιστημιακών σπουδών και τη συμμετοχή τους στη σύνταξη του Καταστατικού Χάρτη. Τα κυριότερα συνθήματα που ακούγονται σ’ αυτή τη φάση της σύγκρουσης είναι:

  • «Έξω ο Επίτροπος»
  • «Ελεύθερη παιδεία»
  • «Κάτω ο Καταστατικός Χάρτης»

Το στρατιωτικό καθεστώς προσπάθησε να παραμορφώσει και να διαστρεβλώσει τη φοιτητική δράση, χαρακτηρίζοντας    τους      φοιτητές     ως      «υποκινητές»,    «κομμουνιστές»,   «παλαιοκομματικούς», «μειοψηφούντες».

Στις 12 Φεβρουαρίου 1973, η κυβέρνηση ψηφίζει έναν νόμο περί διακοπής της αναβολής κατάταξης στο στρατό σε σπουδαστές ή φοιτητές που είναι υπαίτιοι αποχής ή προτρέπουν σε αποχή από τα μαθήματα ή τις εξετάσεις ή δεν σέβονται το πανεπιστημιακό πρόγραμμα. Στις 15 Φεβρουαρίου, μάλιστα, συνελήφθησαν μερικοί φοιτητές και παραπέμφθηκαν στο αυτόφωρο Πλημμελειοδικείο με τις κατηγορίες: εξύβριση κατά της αρχής, θρασύτητα και περιύβριση σε συνδυασμό με τον νόμο 4.000 για «τεντυμποϊσμό».

Οι φοιτητές/τριες δεν δέχθηκαν τα καταπιεστικά μέτρα που έλαβε το στρατιωτικό καθεστώς και η απάντηση τους ήταν η συστηματική αποχή από τις σχολές, πορείες, συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις και, τελικά, η κατάληψη της Νομικής σχολής Αθηνών. Στις 21 Φεβρουαρίου 1973, 4.000 περίπου φοιτητές/τριες κλείστηκαν στο κτίριο της Νομικής σχολής, όπου έμειναν δύο μέρες και μια νύχτα, κατά τη διάρκεια των οποίων φώναζαν τα παρακάτω συνθήματα:

  • «Όχι στην επιστράτευση»
  • «Δώστε μας τ’ αδέλφια μας»
  • «Όχι στο ποδόσφαιρο» (μια από τις ψυχαγωγίες που επέτρεπε και προωθούσε η χούντα)
  • «Ο Γκαντώνας στο στρατό» (ο Γκαντώνας ήταν απόστρατος αξιωματικός και τοποθετήθηκε Υπουργός Παιδείας το 1972)
  • «Ελευθερία»
  • «Δημοκρατία»
  • «Ελλάς – Ελλήνων – Φυλακισμένων» (διακωμώδηση του αξιακού συστήματος της χούντας: «Ελλάς – Ελλήνων – Χριστιανών»)
  • «Δεν σε θέλει ο λαός, παρ’ τη Δέσποινα και μπρος» (ο Παπαδόπουλος όταν κατέλαβε / άρπαξε την εξουσία χώρισε με την πρώτη του γυναίκα και παντρεύτηκε τη Δέσποινα)
  • «Δεν περνάει ο φασισμός»
  • «Πότε θα κάνει ξαστεριά»
  • «Συμπαράσταση λαέ»

Το στρατιωτικό καθεστώς περιόριζε τους φοιτητές/τριες στα μαθήματά τους, έλεγχε τις ακαδημαϊκές ελευθερίες, απαγόρευε τον συνδικαλισμό, τις αποχές και τη συμμετοχή τους στα πολιτικά δρώμενα. Η αρνητική στάση των φοιτητών/τριών απέναντι στην πολιτική της στρατιωτικής δικτατορίας προϋπήρχε της εγκαθίδρυσής της τελευταίας. Με τις φοιτητικές εκλογές του τέλους του 1972 και με την κατάληψη της Νομικής το Φλεβάρη του 1973, αυτή η αρνητική στάση μετουσιώθηκε, σταδιακά, σε αντιδικτατορική συμπεριφορά.

Με αφορμή τα φοιτητικά ζητήματα, περνάμε πλέον στα πολιτικά, τα οποία γίνονταν το κατ’ εξοχήν αντικείμενο αντιπαράθεσης. Η κατάληψη της Νομικής είναι η αρχή. Πρώτη φορά ο ελληνικός λαός διαδηλώνει μαζικά κατά της δικτατορίας (Γρηγοριάδης, 1975α). Η κατάληψη της Νομικής, αναφέρουν οι Κούλογλου και Φλώρος (1982), δικαιούται τον τίτλο της «λησμονημένης εξέγερσης» (σ. 23).

Η ανάδυση της φοιτητικής ενεργής μειονότητας του Πολυτεχνείου εντάσσεται σε ένα γενικότερο παγκόσμιο πλαίσιο αμφισβήτησης της γονεϊκής και κρατικής εξουσίας, που γίνεται ορατό τη δεκαετία του ΄60. Το Πανεπιστήμιο έχει αισθητά μαζικοποιηθεί και γίνεται κοινός χώρος αναφοράς και συνάντησης, βοηθώντας έτσι την επικοινωνία και τις ζυμώσεις. Οι νέοι/ες φοιτητές/τριες διεκδικούν να κατακτήσουν τη δημόσια σφαίρα, συμμετέχοντας στη λήψη αποφάσεων. Ήταν μια εποχή που οι φοιτητές/τριες χάραζαν και έδειχναν τον δρόμο παγκόσμια (βλ. Μάης του 68, εξέγερση των Ταϋλανδών φοιτητών ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία που ξεκινάει από τα τέλη του 1972 και κορυφώνεται με επιτυχία τον Οκτώβριο του 1973) (βλ. Mendras, 1980, Μορέν, 1990, Touraine, 1968, Ψυρούκης, 1983). Η διαδικασία ανάδυσης της μειονότητας του Πολυτεχνείου εντοπίζεται στη μεταπολεμική διεύρυνση των εκπαιδευτικών μηχανισμών, που συνεπάγεται τη δημιουργία των φοιτητών/τριών σε κοινωνική κατηγορία και την προσπάθειά τους να συγκροτηθούν σε ιστορικό υποκείμενο (ταυτότητα) που συγκρούεται με τους αντιπάλους του: το στρατιωτικό καθεστώς. Η ανάδυση (emergence in statu nascenti), κατά τον Moscovici (1988), είναι ψυχική και χαρακτηρίζεται από τη ρευστότητα των σχέσεων και των κανόνων, την αναζήτηση νέας λύσης σ’ ένα πρόβλημα και την πορεία των ανθρώπων προς ένα σκοπό με άγνωστο έδαφος. « Όταν οι άνθρωποι σπάζουν τους δεσμούς με την κοινωνία και την παράδοση, προχωρούν υποχρεωτικά σε άγνωστο έδαφος. Αυτή τη στιγμή δεν διαθέτουν κανένα εξωτερικό στήριγμα, ούτε κάποια εξουσία ή κανόνες σύμφωνα με τους οποίους να συμπεριφέρνονται. Αυτοσχεδιάζουν, όπως το σκεφτόταν ο Λένιν κατά τη διάρκεια της επανάστασης, και μετά βλέπουν το αποτέλεσμα που προκύπτει (…). Μέσα από δημιουργίες και αυτοσχεδιασμούς, ακολουθούν παρ’ όλα αυτά ένα κίνημα κατευθυνόμενο προς ένα σκοπό, όπως ένα βέλος προς ένα στόχο…» (Moscovici, 1988, σ. 161-165).

Στο τέλος του 1972, και κυρίως το 1973, το στρατιωτικό καθεστώς άρχισε να οδηγείται σε αδιέξοδο, που γινόταν όλο και πιο αισθητό. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, βλέποντας ότι η απουσία νομιμοποίησης του στρατιωτικού καθεστώτος άρχισε να γίνεται επικίνδυνη, υποχρεώθηκε να «φιλελευθεροποιήσει», εν μέρει, την πολιτική του. Σκοπός του ήταν να αποσπάσει τη λαϊκή συναίνεση, διατηρώντας ταυτόχρονα την κυρίαρχη θέση του στρατού στις σχέσεις εξουσίας. Το πείραμα «φιλελευθεροποίησης» του Παπαδόπουλου – Μαρκεζίνη, το οποίο άρχισε να συζητιέται από το 1972 και να πραγματοποιείται στα μέσα του 1973, περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τα παρακάτω μέτρα:

  • Κατάργηση του θεσμού της βασιλείας,
  • Γενική αμνηστία των πολιτικών «εγκληματιών» (Α. Παπανδρέου, Θεοδωράκη, Μαγκάκη, Α. Παναγούλη, κλπ.),
  • Άρση του στρατιωτικού νόμου,
  • Χαλάρωση της λογοκρισίας και σχετική ελευθερία έκφρασης του Τύπου,
  • Σχηματισμό πολιτικής κυβέρνησης με Πρωθυπουργό τον Μαρκεζίνη (ο Παπαδόπουλος αυτο-ονομάζεται Πρόεδρος της Δεύτερης Ελληνικής Δημοκρατίας στις 20 Αυγούστου του 1973),
  • Προετοιμασία        βουλευτικών        εκλογών,        οι        οποίες        θα        διεξάγονταν        τον Μάρτιο του 1974.

Το πείραμα φιλελευθεροποίησης των Μαρκεζίνη-Παπαδόπουλου αποσκοπούσε στη χειραγώγηση του πληθυσμού, στην αναστολή της δημιουργίας αντιδικτατορικού κινήματος, στην αποστέρηση του πληθυσμού από τα μέσα δράσης του, προσπαθώντας να τον αφομοιώσει με μερικές παραχωρήσεις. Το χουντικό πείραμα όχι μόνο δεν αφόπλισε τον πληθυσμό αλλά δημιούργησε τις συνθήκες εκείνες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη των αντιδικτατορικών αγώνων, οι οποίοι με τη σειρά τους οδήγησαν στην κατάληψη των χώρων του Πολυτεχνείου.

Μετά την καλοκαιρινή απουσία των φοιτητών/τριών από τους μαζικούς χώρους του Πανεπιστημίου, η ακαδημαϊκή χρονιά του 1973 άρχισε με πολλές κινητοποιήσεις. Οι φοιτητές/τριες άρπαξαν την ευκαιρία για να εκφράσουν τα αντιδικτατορικά τους αισθήματα, να δηλώσουν έμπρακτα τη διαφωνία τους με το στρατιωτικό καθεστώς και να ανοίξουν μετωπική σύγκρουση με αυτό, προσκαλώντας τον ελληνικό λαό να συμμετέχει. Ένα σύνολο εκδηλώσεων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μέσα σ’ ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, προκάλεσαν την ένταση και το ξεσήκωμα των φοιτητών/τριών προετοιμάζοντας το έδαφος για τα γεγονότα της 14ης-17ης Νοεμβρίου:

  • Η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου γιορτάζεται με μαχητικές εκδηλώσεις,
  • Στις 4 Νοεμβρίου, μετά το μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου, γίνεται αντιδικτατορική εκδήλωση, κοντά στο Α’ Νεκροταφείο, από 15.000-20.000 άτομα, τα οποία φώναζαν: «Όλοι ενωμένοι», «Έξω οι Αμερικάνοι», «Ελευθερία», «Δημοκρατία», «Κάτω η χούντα», «Δεν σε θέλει ο λαός παρ’ τη Δέσποινα και μπρος», «Ελλάς Ελλήνων Φυλακισμένων», «1-1-4», «Ταϋλάνδη» (στην Μπαγκόκ ανατράπηκε, εκείνες τις μέρες, το δικτατορικό καθεστώς από λαϊκοστρατιωτική εξέγερση, της οποίας πρωτοπόροι ήταν οι Ταϊλανδοί φοιτητές/τριες),
  • Στις 6 Νοεμβρίου, η Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών χαρακτηρίζει τα γεγονότα της 4ης Νοεμβρίου ως «αναρχικές εκδηλώσεις». Η δίκη των 17 ατόμων που συνελήφθησαν στο μνημόσυνο του Γ. Παπανδρέου καθορίστηκε για τις 8 Νοεμβρίου,
  • Στις 8 Νοεμβρίου αρχίζει η «δίκη των 17». Οργανώνονται έντονες διαδηλώσεις και ακούγονται τα συνθήματα: «Φτάνει η δικτατορία», «Κάτω ο Παπαδόπουλος», «ΕΣΑ ΕΣ ΕΣ ΒΑΣΑΝΙΣΤΕΣ», «Ελευθερία στους 17», «Να παραιτηθεί η κυβέρνηση Μαρκεζίνη» …

Στις 14 Νοεμβρίου του 1973, μετά από άρνηση του στρατιωτικού καθεστώτος να διεξαχθούν δημοκρατικά οι φοιτητικές εκλογές, 400 περίπου άτομα συγκρούστηκαν με την αστυνομία και κλείστηκαν στους χώρους του Πολυτεχνείου. Με αυτή τους την πράξη ξεκινάει μια καινούρια συγκρουσιακή φάση. Οι φοιτητές/τριες, με πρόσχημα τις φοιτητικές εκλογές, άρπαξαν την ευκαιρία για να εκφράσουν τα αντιδικτατορικά τους αισθήματα, να δηλώσουν έμπρακτα τη διαφωνία τους με το στρατιωτικό καθεστώς και να έρθουν σε σύγκρουση μ’ αυτό.

Εδώ, ας δώσουμε το λόγο σε έναν από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων του Πολυτεχνείου για να μας περιγράψει τις πρώτες στιγμές της κατάληψης2.

«Την ώρα, λοιπόν, που τελείωναν οι συνελεύσεις και βγαίναμε, βλέπουμε ότι το προαύλιο του Πολυτεχνείου είχε καταληφθεί από την πορεία των φοιτητών της Νομικής προς το Πολυτεχνείο. Υπήρχε εκεί μια συγκέντρωση, η οποία εξελίχτηκε σε πορεία.

«Έτσι γύρω στις 5.30, προσωπικά έχω την εξής μαρτυρία: Βγαίνουμε από τις σχολές, ανταμώνουν οι φοιτητές των συνελεύσεων και εκεί γίνεται μια σύνδεση μπροστά στη πόρτα της Πατησίων. Θυμάμαι ένα φοιτητή της Νομικής ο οποίος φώναζε: “Παιδιά να μείνουμε εδώ μέσα, διότι υπάρχει φόβος επίθεσης”. Η επίθεση θα γινόταν από την αστυνομία που ήταν μαζεμένη. Υπήρχε ένας εισαγγελέας που φώναζε με τηλεβόα να διαλυθούν. Απ’ ό,τι φαίνεται όμως, η αστυνομία δεν ήθελε να το τραβήξει, με εντολή του Μαρκεζίνη, για να εκτονώσει την κατάσταση. Ήταν στα πλαίσια της Μαρκεζινικής μεταμόρφωσης της δικτατορίας.

«Τότε άρχισε μια διγνωμία μεταξύ των φοιτητών: ορισμένοι λέγαν να φύγουμε, ορισμένοι νακάτσουμε.

«Εγώ αυτό που σκέφτηκα ήταν ότι, σε κάθε τέτοια περίπτωση, η αστυνομία επωφελείται από το ανοργάνωτο των φοιτητών και επιτίθεται. Τέτοιο φαινόμενο είχαμε το Φλεβάρη του ίδιου χρόνου, όταν επιτέθηκε ξαφνικά η αστυνομία από πίσω από τις πόρτες της Νομικής και μπούκαρε μέσα. Πήραμε λοιπόν την πρωτοβουλία, θυμάμαι ήταν ο Σιδέρης ο Νίκος, ο Σιφιανός, η Καρυστιάνη, η Τόνια η Μωροπούλου, η Ελένη η Αναστασίου και εγώ, αν θυμάμαι καλά, και είπαμε ότι πρέπει να κλείσουν οι πόρτες. Βγήκαμε μπροστά και είπαμε: “Παιδιά δεν ξέρω τι θα γίνει, αν θέλετε να μείνετε ή να φύγετε, αλλά εκείνο που πρέπει να προσέξουμε τώρα, αυτή τη στιγμή, για να προστατευθούμε από τις επιθέσεις, είναι να κλείσουμε τις πόρτες”. Και θυμάμαι στραφήκαμε προς την πόρτα της Στουρνάρα, δεν είχαμε σκοπό για κατάληψη, το κάναμε για προφύλαξη, κλείσαμε τη Στουρνάρα. Θυμάμαι πάρθηκαν τα κλειδιά του γραμματέα της σχολής. Είδα τον Πρύτανη, ο οποίος έφευγε. Και μόλις κλείσαμε την πόρτα της Τοσίτσα, αριστερά όπως βλέπουμε το Πολυτεχνείο, θυμάμαι ένας οικοδόμος, ο οποίος ανακατευόταν και ερχόταν κοντά μας -υπήρχε μεγάλη συμμετοχή- πέρασε μια σιδερόβεργα και τη γύρισε γύρω-γύρω και έκλεισε την πόρτα. Μετά πήγαμε και κλείσαμε τη Στουρνάρα. Εκεί μας έπιασε ο ενθουσιασμός: ΚΑΤΑΛΗΨΗ. Όταν λέγαμε έτσι, νομίζαμε ότι ήμασταν ΕΞΟΥΣΙΑ… εκείνη την ώρα.

«Βγάλαμε έξω το προσωπικό. Μας βοηθήσανε εκείνη την ώρα να ρίξουμε θρανία οι οικοδόμοι. Είχαν πάρει τέτοιες διαστάσεις τα φοιτητικά γεγονότα, που ανακατεύονταν εργάτες από την Ομόνοια. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μακαρίτης, ο συνδικαλιστής Τερεζάκης, τσιμεντάς των οικοδόμων, μπετατζής, ήταν επικεφαλής της πορείας των οικοδόμων, που ήρθε από την Παρασκευή προς το Πολυτεχνείο. Είχαμε δηλαδή την έντονη παρουσία του κόσμου. Χωρίς αυτόν δε θα μπορούσε να πάρει κλιμάκωση το Πολυτεχνείο.

«Ρίξαν τα θρανία σε μια σκάλα της Αβέρωφ και έκλεισε η πόρτα της Στουρνάρα. Εκείνη την ώρα είχαμε ίσως κάποιες αυταπάτες, αλλά κάτω από τον ενθουσιασμό εκείνης της στιγμής, ότι επιτέλους είχαμε ένα χώρο ελεύθερο, δε σκεφτόμασταν και πολύ για το τι θα γίνει παραπέρα. Θυμάμαι που πολλά παιδιά ζήταγαν να πάμε να βρούμε τρόπο άμυνας και μας ρωτούσαν εμάς τους χημικούς τι πρέπει να φτιάξουμε κ.λπ. Προστατέψαμε από την πρώτη στιγμή τα εργαστήρια, αυτό σκεφτήκαμε. Και η πρώτη τότε Συντονιστική Επιτροπή έβαλε μια οργάνωση, μόλις είδαμε ότι η κατάληψη ήταν γεγονός πια. Ενώ ο κόσμος κάτω από τον ενθουσιασμό πήγαινε και κατέβαζε τα σύμβολα της χούντας, τα έβγαζε στην Πατησίων, τα έσπαγε. Άρχισε να μαζεύεται κόσμος. Ήταν ένα πανηγύρι την πρώτη μέρα.

«Εμείς συνεδριάζαμε στο κτίριο Αβέρωφ και είπαμε να μπει μια τάξη. Να γίνει κάπου ένα εστιατόριο, να αρχίσει ο ραδιοφωνικός σταθμός να εκπέμπει, να μπει ένας έλεγχος των συνθημάτων, υπήρχε ό,τι θέλεις εκεί μέσα … Το “Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία” ήταν το σωστό σύνθημα. Τα συνθήματα που δε μας εκφράζαν ήταν άλλα, που μπορεί να μας είχαν συκοφαντήσει, και εννοώ όχι το

“Κάτω το Κεφάλαιο” και “Λαοκρατία”, που είναι συνθήματα ενθουσιώδη και εξέφραζαν τους Αριστερούς. Βέβαια, έπρεπε να έχουμε αντιδικτατορικά και αντιιμπεριαλιστικά, τότε, συνθήματα και αυτά κοιτάξαμε να περάσουμε. Αλλά θυμάμαι που έγραφε “Σεξουαλική ελευθερία”, “Κάτω το κράτος” … Σβήσαμε τα συνθήματα αυτά, βάλαμε μια περιφρούρηση. Κατορθώσαμε και περάσαμε συνθήματα αντιιμπεριαλιστικά, αντιμονοπωλιακά, αντιδικτατορικά. Με λίγα λόγια, μπορεί να πει κανείς ότι βάλαμε μια επιτροπή περιφρούρησης στις πόρτες. Μπορεί να πει κανείς ότι η πρώτη Συντονιστική Επιτροπή έβαλε κάποια τάξη. Έβαλε τάξη στους πολυγράφους… Η ζωή αυτή της πρώτης Συντονιστικής, ουσιαστικά έγινε μέχρι την Πέμπτη το απόγευμα, διότι τη δεύτερη μέρα, όταν κλιμακώθηκε η κινητοποίηση, έγιναν συνελεύσεις σ’ όλες τις σχολές και εκλέχθηκαν τότε εκεί Επιτροπές, εκπρόσωποι της νέας Συντονιστικής, η οποία συνεδρίασε όλη την Παρασκευή το πρωί και τελικά κατέληξε στη γνωστή ανακοίνωση που διαβάστηκε.

«Τα χαρακτηριστικά είναι ότι υπήρχε φοβερή δημοκρατία εκεί πέρα, είχαμε κατακτήσει ένα θαυμάσιο επίπεδο συνεννόησης, παρά τις προστριβές, τις διαφοροποιήσεις, μερικές ίσως επιμονές, το νεανικό δογματισμό και το φανατισμό. Ο καθένας είχε τη δική του πολιτική άποψη, όμως υπήρχε μια συμφωνία. Υπήρχε ένα θαυμάσιο κλίμα. Και το πιο σημαντικό είναι ότι την Πέμπτη, μέσα στο χώρο του Πολυτεχνείου, υπήρχαν γύρω στους 500 φοιτητές.

«Η αστυνομία προσπαθούσε να απομονώσει, σιγά-σιγά, το Πολυτεχνείο. Χτύπαγε και έκανε ξαφνικές επιθέσεις … αλλά η συμμετοχή του κόσμου από το απόγευμα της Πέμπτης και μετά, όταν μπήκε σε λειτουργία ο ραδιοφωνικός σταθμός, ο οποίος άρχισε να εκπέμπει την Πέμπτη το απόγευμα, κλιμάκωσε τη συμμετοχή του κόσμου …» (άνδρας, 37 ετών).

Από την Χούντα, στο Πολυτεχνείο (Ντοκιμαντέρ)// "Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ"

  1. Το κείμενο είναι μέρος του βιβλίου : Α. Μαντόγλου (1995/2011). Η εξέγερση του Πολυτεχνείου: Μια κοινωνιοψυχολογική προσέγγιση. Αθήνα: Πεδίο. ↩︎
  2. Συνέντευξη που μας παραχωρήθηκε το 1988 από άνδρα 37 ετών, στέλεχος του ΚΚΕ, που συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. ↩︎
Άννα Μαντόγλου

Η Άννα Μαντόγλου είναι Καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.


Σημείωση: Το παρόν άρθρο της κ.Άννα Μαντόγλου αναδημοσιευεται στο ArgolidasNews από το Επιμύθιον


Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη