Τα πρωινά του Σαββάτου στο Ναύπλιο μυρίζουν ακόμα βασιλικό, ώριμο σύκο και ρίγανη από το βουνό. Η λαϊκή αγορά στήνεται νωρίς, όπως πάντα: οι πάγκοι, τα καφάσια, οι φωνές, οι πρώτες δοκιμές στις ζυγαριές, το γέλιο των πωλητών που έχουν μάθει να αντέχουν τις εποχές και τις τιμές. Μα πίσω από αυτή τη γνώριμη εικόνα της αφθονίας, κάτι έχει αλλάξει. Η φωνή δεν είναι πια τόσο δυνατή, το χαμόγελο πιο συγκρατημένο, και η σακούλα που γέμιζε άλλοτε εύκολα με δέκα ευρώ, τώρα μένει μισή.
Στο Άργος, η ίδια σκηνή επαναλαμβάνεται. Το πρωί της Τετάρτης, κάτω από τον χαμηλό ήλιο του φθινοπώρου, οι άνθρωποι κυκλοφορούν ανάμεσα στους πάγκους με την προσοχή του λογιστή. Μετρούν, υπολογίζουν, ρωτούν πριν απλώσουν το χέρι. Οι ντομάτες στα 2,80 το κιλό, οι πατάτες σχεδόν δύο ευρώ, τα χόρτα, τα μήλα, τα μαρούλια – όλα ανεβασμένα, σαν να τα τράβηξε ο ίδιος αέρας που ανεβάζει τις τιμές στα καύσιμα και τον υδράργυρο στα θερμόμετρα.
«Πέρσι με δέκα ευρώ έφευγα φορτωμένη», λέει μια γυναίκα από την Πρόνοια, καθώς κρατάει μια μικρή σακούλα με τρία αγγούρια κι ένα μαρούλι. «Τώρα θέλω τα διπλά, κι ακόμα κάτι λείπει».
Η αγορά που θυμάται τον εαυτό της
Οι λαϊκές αγορές του Ναυπλίου και του Άργους υπήρξαν πάντα τόποι συνάντησης – όχι μόνο εμπορίου, αλλά και ζωής. Εδώ οι άνθρωποι μοιράζονταν κουβέντες, νέα, και μικρά παράπονα. Ένας κόσμος που άντεξε πολέμους, φτώχειες, κατοχές και κρίσεις, στηριζόταν στη βεβαιότητα πως το τραπέζι του σπιτιού θα είχε πάντα κάτι φρέσκο, έστω λίγο.
Σήμερα, αυτή η βεβαιότητα μοιάζει να ξεθωριάζει. Η τουριστική περίοδος φέρνει επισκέπτες, αλλά και πίεση στις τιμές. Οι καύσωνες του καλοκαιριού, που διέλυσαν τις αποδόσεις στα χωράφια της Ερμιονίδας και της Νέας Κίου, οι αυξημένες τιμές των καυσίμων, η έλλειψη εργατικών χεριών — όλα μαζί σχηματίζουν ένα αόρατο βάρος που πέφτει πάνω στον πάγκο.
«Ο κόσμος νομίζει πως βγάζουμε λεφτά», λέει ένας παραγωγός με τα μήλα του τακτοποιημένα σαν στρατιωτάκια. «Αλλά το χωράφι θέλει πετρέλαιο, νερό, λιπάσματα. Όλα διπλασιάστηκαν. Κι όταν τα πάμε στη λαϊκή, μας λένε πως είμαστε ακριβοί».
Το κόστος του ήλιου και του νερού
Η ντομάτα –το αιώνιο βαρόμετρο της αγοράς– έγινε το σύμβολο της ακρίβειας. Από τον Μάιο ως τον Αύγουστο, η τιμή της στο Ναύπλιο έπαιζε ανάμεσα στα 2,40 και τα 3 ευρώ. Οι πατάτες, αθόρυβες αλλά πεισματάρικες, δεν κατέβηκαν ποτέ κάτω από τα 1,90. Τα κολοκύθια και τα αγγούρια ανέβηκαν σαν τη θερμοκρασία του Ιουλίου.
Μα το πιο σκληρό πλήγμα ήρθε από τη γη και τον ουρανό. Οι καύσωνες έκαψαν τις ρίζες, τα νερά λιγόστεψαν, τα χόρτα μαράθηκαν πριν κοπούν. Ο ήλιος, άλλοτε σύμμαχος του αγρότη, έγινε φέτος δοκιμασία. Οι παραγωγοί από τη Μιδέα και τα Δίδυμα λένε πως «το χωράφι δεν προλαβαίνει να πάρει ανάσα». Και όταν δεν αναπνέει η γη, η τιμή ανεβαίνει.
Το νόμισμα της καθημερινότητας
Για τους ανθρώπους της αγοράς, κάθε τιμή είναι ιστορία. Πίσω από το 2,50 της ντομάτας κρύβεται το μεροκάματο του εργάτη που δεν βρέθηκε, η βενζίνη του φορτηγού που πήγε στο διπλάσιο, η καλλιέργεια που χάθηκε από τη ζέστη. Μα πίσω από το βλέμμα του αγοραστή που διστάζει, υπάρχει κάτι πιο ανθρώπινο: ο υπολογισμός της εβδομάδας, το «να φτάσουν ως την Παρασκευή».
Κι έτσι, τα νούμερα γίνονται πρόσωπα. Ένας παππούς με καπέλο ψάχνει τα φτηνότερα μήλα. Μια νεαρή μητέρα με παιδί στο καρότσι διαλέγει τρία μήλα αντί για έξι. Ένας σπουδαστής από το Άργος ζητά «μόνο μισό κιλό» πατάτες, για να του φτάσουν ως τη Δευτέρα. Όλοι συμμετέχουν σ’ ένα άτυπο παζάρι επιβίωσης, όπου το χρήμα έχει χάσει το νόημα του αριθμού και έχει γίνει βάρος στην τσέπη.
Η κοινωνική θερμοκρασία
Το «ακριβά» έχει γίνει λέξη κοινής μοίρας, όπως κάποτε το «καλά να είμαστε». Μόνο που τώρα το δεύτερο δεν ακούγεται πια συχνά. Οι συζητήσεις στους πάγκους έχουν αλλάξει τόνο. Από το ποδόσφαιρο και τα χωράφια, πέρασαν στο ρεύμα, στο πετρέλαιο, στα δάνεια. Ακόμα και το χιούμορ των πωλητών έχει αποκτήσει μια πικρή γεύση.
Μικρές αντιστάσεις
Κι όμως, μέσα σε αυτή την πίκρα, υπάρχει ακόμα μια μικρή, σχεδόν τρυφερή αντίσταση. Οι άνθρωποι δεν έπαψαν να έρχονται στη λαϊκή. Ίσως όχι για να ψωνίσουν πολύ, αλλά για να σταθούν λίγο ανάμεσα σε γνώριμα πρόσωπα. Για να μυρίσουν τα σταφύλια, να αγγίξουν τα φρούτα, να πουν μια κουβέντα που μοιάζει με παρηγοριά.
Κάποιοι ξαναγυρνούν στους κήπους τους. Φυτεύουν δυο ντοματιές, λίγα μαρούλια, ένα λεμονόδεντρο. Άλλοι ανταλλάσσουν προϊόντα: αυγά για φρούτα, λάδι για λαχανικά. Το χωριό ξαναθυμάται τις παλιές του ισορροπίες, εκείνες που έλεγαν πως τίποτα δεν είναι φτηνό ή ακριβό όταν μοιράζεται.
Ένα τραπέζι που μικραίνει
Η ακρίβεια στις λαϊκές του Ναυπλίου και του Άργους δεν είναι μόνο αριθμός. Είναι ένα τραπέζι που μικραίνει: λιγότερα πιάτα, πιο μικρές μερίδες, περισσότερη σιωπή. Είναι μια γιαγιά που κόβει το καρπούζι στα τέσσερα και λέει: «μην το χαραμίσετε». Είναι η ανησυχία του γονιού που σκέφτεται πώς θα τα φέρει βόλτα τον επόμενο μήνα.
Αλλά είναι και μια υπενθύμιση: πως πίσω από κάθε πάγκο υπάρχει ακόμα ένας άνθρωπος που σηκώνεται από τα χαράματα, που μετράει το ρίσκο και τον ιδρώτα του. Και πίσω από κάθε καταναλωτή, ένας κόσμος που προσπαθεί να διατηρήσει το αυτονόητο δικαίωμα να τρώει τίμια, ελληνικά, εποχιακά προϊόντα - χωρίς να πληρώνει το βάρος μιας παγκόσμιας ανισορροπίας.
Επίλογος: η ελπίδα στο χαμόγελο
Καθώς πέφτει το απόγευμα, οι πάγκοι αδειάζουν. Το φως γέρνει πάνω στα καφάσια, στα απομεινάρια των φρούτων, στα κουρασμένα πρόσωπα. Κάποιοι πωλητές μαζεύουν βιαστικά, άλλοι αφήνουν ένα χαμόγελο, σαν υπόσχεση ότι θα ξαναβρεθούν εκεί την επόμενη εβδομάδα.
Η λαϊκή αγορά του Ναυπλίου, η αγορά του Άργους, δεν είναι πια φτηνή. Αλλά είναι ακόμα ζωντανή. Κι όσο υπάρχει αυτή η ζωή - το βλέμμα, το χέρι που διαλέγει, η φωνή που λέει «πάρε, είναι καλά» - τόσο θα επιμένει μια μικρή πίστη πως η καθημερινότητα, όσο κι αν κοστίζει, παραμένει ο πιο ανθεκτικός καθρέφτης της κοινωνίας μας.








Δημοσίευση σχολίου