Η πρόσφατη αποκάλυψη και η επικείμενη ανάδειξη του μεγάλου ρωμαϊκού συγκροτήματος στη λεωφόρο Βασιλίσσης Όλγας συνιστά μια εξέλιξη καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση της πολεοδομικής οργάνωσης της Αθήνας κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Στο όριο ανάμεσα στον πυρήνα της κλασικής πόλης και τη ζώνη που ο Αδριανός ενσωμάτωσε στη νέα, ανατολική επέκταση, αναδύεται ένα μνημειακό συγκρότημα το οποίο αποτυπώνει όχι μόνο τις αρχιτεκτονικές επιλογές της εποχής, αλλά και τη μακρά διάρκεια χρήσης του χώρου έως τους βυζαντινούς χρόνους.
Το συγκρότημα και η αρχιτεκτονική του φυσιογνωμία
Το κτήριο, γνωστό εν μέρει από τις ανασκαφές του Στέφανου Κουμανούδη στα τέλη του 19ου αιώνα, αποκαλύφθηκε πλέον σε έκταση ικανή ώστε να επιβεβαιώσει τον μνημειακό του χαρακτήρα. Πρόκειται για ένα εκτεταμένο σύνολο με περίστυλη αυλή και περίπου εξήντα δωμάτια, μία διάταξη που παραπέμπει σε διοικητικού ή ενδεχομένως εκπαιδευτικού χαρακτήρα οικοδόμημα, σε άμεση σχέση με το αστικό τοπίο που διαμόρφωνε ο Αδριανός στα ανατολικά της πόλης.
Ιδιαίτερα εύγλωττη ως προς τη μεταγενέστερη χρήση παραμένει η ημικυκλική στοά με το ψηφιδωτό δάπεδο, στα ανατολικά του αγάλματος του Βύρωνα. Το ψηφιδωτό, χρονολογούμενο στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα μ.Χ., τεκμηριώνει τη μακρά λειτουργία του συγκροτήματος και την ένταξή του σε ένα αστικό περιβάλλον που συνέχισε να εξελίσσεται μετά την ύστερη αρχαιότητα.
Οι οικοδομικές φάσεις και η στρωματογραφία του χώρου
Η ανασκαφή αποκάλυψε τρεις διακριτές οικοδομικές φάσεις, οι οποίες συνιστούν ένα πυκνό στρωματογραφικό αφήγημα:
-
Πρώτη φάση (2ος αι. μ.Χ.): Τοίχοι από μεγάλου μεγέθους ασβεστόλιθους, δείγμα συμπαγούς και προσεγμένης δόμησης.
-
Δεύτερη φάση (μετά το 267 μ.Χ.): Ανακατασκευή με ενσωμάτωση πωρόλιθων, ακροπολιτών σε δεύτερη χρήση και πλίνθων· το υλικό καταστροφής, με θραύσματα κεραμικής, κονιαμάτων και γυάλινων αγγείων, συνιστά χαρακτηριστικό σύνολο της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου.
-
Τρίτη φάση (ύστερη αρχαιότητα): Μείωση των διαστάσεων των δωματίων και έντονα μικτό υλικό δόμησης, αντανακλώντας την αναδιάρθρωση του χώρου και τις αλλαγές στις κοινωνικές και οικονομικές δομές της περιοχής.
Σημαντική αρχαιολογική τομή αποτελεί η σχέση του συγκροτήματος με την αμυντική τάφρο του Θεμιστόκλειου τείχους. Το γεγονός ότι το δυτικό τμήμα του ρωμαϊκού κτηρίου εδράζεται πάνω στις επιχώσεις της τάφρου καταδεικνύει τη σταδιακή εξάλειψη του αμυντικού χαρακτήρα της περιοχής κατά τους μεταγενέστερους αιώνες.
Στους βυζαντινούς χρόνους, η παρουσία πολλών πίθων και κτιστών δεξαμενών υποδηλώνει εγκατάσταση αποθηκευτικών λειτουργιών, πιθανώς συνδεδεμένων με κατοικίες ή εμπορικούς χώρους.
Ανάδειξη χωρίς επιβολή: μια προσέγγιση που σέβεται τον χώρο
Η μελέτη ανάδειξης επέλεξε λύσεις που δεν αλλοιώνουν τον χαρακτήρα του τοπίου. Η απόρριψη βαριών στεγάστρων και υαλόφρακτων καλύψεων υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να διατηρηθεί η οπτική ενότητα με τα μνημεία της περιοχής, από την Ακρόπολη μέχρι το Ολυμπιείο. Η περίφραξη με κιγκλίδωμα που εναρμονίζεται με το Ζάππειο και η δημιουργία ζώνης θέασης εξασφαλίζουν προσβασιμότητα και καθαρότητα στην ανάγνωση του αρχαιολογικού τοπίου.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι ο σχεδιασμός υπερυψωμένου διαδρόμου θέασης, ο οποίος θα επιτρέψει στο κοινό να παρατηρεί το σύνολο του συγκροτήματος, τοποθετώντας το μέσα στο ευρύτερο πολεοδομικό και ιστορικό συνεχές της πόλης.
Ο χώρος ως φορέας μνήμης
Η ανάδειξη του συγκροτήματος της Βασιλίσσης Όλγας συμβάλλει καθοριστικά στην κατανόηση της Αθήνας όχι ως ενός στατικού μνημείου, αλλά ως μιας πόλης που εξελίσσεται σε βάθος αιώνων. Η διαχρονική χρήση της θέσης — από τις υπομυκηναϊκές εγκαταστάσεις έως τη βυζαντινή δραστηριότητα — αναδεικνύει την ιστορική πυκνότητα του χώρου και τον συνδέει με το ευρύτερο αφήγημα της αθηναϊκής τοπογραφίας.
Με την ολοκλήρωση των έργων ανάδειξης και την τοποθέτηση ειδικού φωτισμού, ο νέος αρχαιολογικός χώρος θα ενταχθεί οργανικά στο δημόσιο περιβάλλον, προσφέροντας στους κατοίκους και τους επισκέπτες ένα σημείο αναφοράς όπου το παρελθόν καθίσταται άμεσα ορατό μέσα στην καθημερινότητα της σύγχρονης πόλης.




Δημοσίευση σχολίου