του αρχαιολόγου, Κωνσταντίνου Τζιαμπάση
Τα λαμπρά του εγκαίνια εντυπωσίασαν τον κόσμο όλο και στις αίθουσές του φιλοξενούνται μερικοί από τους μεγαλύτερους θησαυρούς της αρχαιότητας παγκοσμίως. Το Μεγάλο Αιγυπτιακό Μουσείο (GEM), μετά από δύο δεκαετίες και πλέον αναμονής και με πολλά προβλήματα που χρειάσθηκε να αντιμετωπισθούν στην πορεία, υποδέχεται πλέον τους ενθουσιώδεις επισκέπτες του.
Κτισμένο στη σκιά των Πυραμίδων της Γκίζας, σε μια νοητή συνέχεια της αρχαίας πομπικής οδού που ένωνε τον κόσμο των ζώντων με εκείνον των νεκρών, το νέο μουσείο δεν είναι απλώς ένα αρχιτεκτονικό θαύμα. Είναι μια εξομολόγηση ενός έθνους που συνομιλεί με την αθανασία. Ο ογκόλιθος του Ραμσή Β΄ στην είσοδο –ένα βλέμμα 3.000 ετών που ξέρει καλά τη ματαιότητα των αυτοκρατοριών–, το ηλιακό πλοίο του Χέοπα, και τα 5.600 αντικείμενα του Τουταγχαμών, για πρώτη φορά εκτεθειμένα όλα μαζί, αποτελούν τις κεντρικές φωνές μιας αφήγησης που διασχίζει πέντε χιλιετίες.
Σ’ αυτούς άλλωστε υπολογίζει η χώρα την απόσβεση του τεράστιου κόστους του μουσείου, που έφθασε τα 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια. Η Αίγυπτος επενδύει στην ιστορία της, γνωρίζοντας πως αυτή είναι το πετρέλαιο του πνεύματος, το ανεξάντλητο απόθεμα ενός λαού που, ενώ αιώνες ολόκληρους λεηλατήθηκε, εξακολουθεί να κρατάει τον Νείλο ως σύμβολο αναγέννησης.
Ωστόσο, πολλά άλλα ευρήματα μεγάλης ιστορικής και αρχαιολογικής σημασίας δεν βρίσκονται στο GEM. Είτε γιατί αφαιρέθηκαν από ξένα στρατεύματα που πέρασαν από την Αίγυπτο, θεωρούμενα ως λάφυρα πολέμου, είτε γιατί μεταφέρθηκαν λαθραία εκτός της χώρας. Έτσι, πολλές αρχαιότητες εκλάπησαν για λογαριασμό πρώην αποικιακών δυνάμεων, που τώρα τις εκθέτουν στα μουσεία τους σε όλο τον κόσμο.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται με μια ειρωνεία σχεδόν αρχαιολογικής ακρίβειας. Όπως και η Ελλάδα, πριν από την ανέγερση του Μουσείου Ακρόπολης, άκουγε τις ψυχρές αρνήσεις του Βρετανικού Μουσείου με το επιχείρημα της «έλλειψης κατάλληλου εκθεσιακού χώρου», έτσι και η Αίγυπτος άκουγε επί χρόνια την ίδια δικαιολογία. Με το Μεγάλο Αιγυπτιακό Μουσείο, όμως, το επιχείρημα αυτό καταρρίπτεται. Η Αίγυπτος είναι πλέον έτοιμη να υποδεχθεί τα παιδιά της πίσω.
Ας θυμηθούμε, λοιπόν, μερικά από τα πιο διάσημα αυτά «ορφανά» της Ιστορίας - ανεκτίμητα τεκμήρια που εξακολουθούν να ταξιδεύουν μακριά από τη γη που τα γέννησε.
Το Μεγάλο Αιγυπτιακό Μουσείο, στην πραγματικότητα, είναι κάτι περισσότερο από ένα μουσείο. Είναι μια έκκληση δικαιοσύνης. Στο εσωτερικό του, η Αίγυπτος δεν εκθέτει απλώς αντικείμενα — εκθέτει τη μνήμη της, το δικαίωμα να ορίζει τον εαυτό της μέσα από τα θραύσματα του χρόνου. Οι αίθουσές του είναι σαν να ψιθυρίζουν: «Επιστρέψτε τα».
Η συζήτηση για τον επαναπατρισμό των αρχαιοτήτων δεν είναι ζήτημα εθνικής υπερηφάνειας, αλλά πολιτισμικής ισονομίας. Όπως τα γλυπτά του Παρθενώνα ανήκουν στο τοπίο της Ακρόπολης, έτσι και η Νεφερτίτη, ο Ζωδιακός της Ντεντέρα, η Ροζέττα, ανήκουν στη γη του Νείλου. Γιατί κάθε μάρμαρο, κάθε λίθος, κάθε χρώμα έχει έναν ήλιο και μια σκιά — κι αν τα απομακρύνεις από αυτά, χάνουν τη φωνή τους.
Το GEM, με τις διαφανείς του αίθουσες και τα βλέμματα των φαραώ στραμμένα προς τον ορίζοντα, δεν ζητά εκδίκηση. Ζητά ισορροπία. Να επιστρέψουν οι θεοί στα ιερά τους και οι ιστορίες στους αφηγητές τους.
Ίσως μια μέρα, στις αίθουσες της Γκίζας, η Στήλη της Ροζέτας να σταθεί ξανά δίπλα στα ιερογλυφικά που αποκρυπτογράφησε, η Νεφερτίτη να αντικρίσει το αιγυπτιακό φως που της λείπει, κι ο Ζωδιακός της Ντεντέρα να ξαναδεί τον ουρανό του. Τότε, η Ιστορία θα έχει κλείσει έναν κύκλο, όχι των κατακτήσεων, αλλά της επιστροφής.
Και το Μεγάλο Αιγυπτιακό Μουσείο θα πάψει να είναι απλώς ένα μουσείο. Θα είναι ένα είδος επανόρθωσης, ένας ναός της μνήμης, όπου τα φαντάσματα της Ιστορίας θα αναπαυθούν επιτέλους.
















Δημοσίευση σχολίου