«Για τον Θεό, τον Τσάρο και την Πατρίδα». Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο


Εικ.1: Η ορφόδοξη εκκλησία στη Μόσχα

Παρά το γεγονός ότι κυοφόρησε δύο επαναστάσεις εντός του 1917, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε για την τσαρική αυτοκρατορία με μάλλον κλασσικό τρόπο. Η κλιμάκωση, σε διεθνή κλιμακα, της έντασης μέσα στο καλοκαίρι του 1914 σε συνδυασμό με τον περιρρέοντα γενικό ενθουσιασμό του πλήθους, δεν έδειξε να ξαφνιάζει το περιβάλλον του τσάρου και τα διάφορα κέντρα εξουσίας (πολιτικά, διπλωματικά, στρατιωτικά). Ελάχιστοι ήσαν όσοι είχαν διαβλέψει ήδη από τότε τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του επικείμενου πολέμου με την ολοκληρωτική επιστράτευση της βιομηχανικής τεχνολογίας, με τα αμέτρητα θύματα που μπορούσαν να προκύψουν,αλλά και με τις κοσμογονικές καθεστωτικές μεταβολές που έμελλαν να τον διαδεχθούν.

Ενστάσεις, βέβαια, δεν έλειπαν. «Για ποιό λόγο η Ρωσία πρέπει να πολεμήσει;» αναρωτήθηκε ο πρώην πρωθυπουργός Sergei Yulyevich Witte, απευθυνόμενος προς τον πρέσβη της Γαλλίας Maurice Paléologue. «Για να διατηρήσει μήπως το κύρος της στα Βαλκάνια, στο όνομα του ιερού χρέους της να προστρέχει σε συνδρομή των αδελφοποιτών Σλάβων; Πρόκειται για μια παρωχημένη ρομαντική χίμαιρα. Ουδείς, πόσο μάλλον κάποιος νοήμων άνθρωπος, δεν δίνει χαρτωσιά για έναν προκλητικό και ματαιόδοξο λαό, ο οποίος δεν φέρει μέσα του τίποτα το σλαβικό. Πρόκειται για Τούρκους που επέλεξαν χριστιανικά ονόματα. Ας εισπράξουν λοιπόν οι Σέρβοι όσα τους αναλογούν».

Όσο για τον εν ενεργεία υπουργό Εξωτερικών Sergei Dmitryevich Sazonov, σε δηλώσεις στις οποίες προέβη μετά το πέρας του Πολέμου υποστήριξε πως ανέκαθεν θεωρούσε το ζήτημα της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης ως δευτερεύουσας σημασίας και τροχοπέδη έναντι των πρωταρχικών στόχων της Ρωσίας, που ήταν η προστασία των στρατηγικών και οικονομικών της συμφερόντων. Στρατιωτικοί και διπλωμάτες συμμερίζονταν την άποψη αυτή. Κρίνοντας από τον ελλειπή βαθμό πολεμικής προπαρασκευής της χώρας ενάντια στην πανίσχυρη στρατιωτική μηχανή της Γερμανίας και σε ελάσσονα βαθμό εκείνη της Αυστροουγγαρίας, έκριναν ως ασύμφορη μια εμπλοκή της Ρωσίας στη σερβική κρίση. Ακόμα και ο περιβόητος Ρασπούτιν προειδοποίησε τον τσάρο Νικόλαο Β΄ πως μια συμμετοχή σε πόλεμο μέσα σε ένα τόσο ασταθές πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον όπως εκείνο της Ρωσίας, μπορούσε να αποβεί μοιραία για το ίδιο το καθεστώς και τη δυναστεία. Η επισήμανση αυτή δημιούργησε υπόνοιες περί κατασκοπευτικής δραστηριότητας, δεδομένης και της γερμανικής καταγωγής της τσαρίνας Αλεξάνδρας. Για πολλούς, επιτάχυνε και το γεγονός της δολοφονίας του το 1916.

Ωστόσο, οι διάφορες Κασσανδρες δεν εισακούστηκαν. Παρά τους όποιους δισταγμούς του τσάρου, μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού δεν εξέφραζε αμφιβολίες για την σκοπιμότητα μιας πολεμικής εμπλοκής. Μιμούμενη τα πρότυπα των υπολοίπων εμπολέμων («In God we trust» οι Βρετανοί, «Gott mit uns» οι Γερμανοί), η Ρωσία εξήλθε τελικά στον Πόλεμο «Για τον Θεό, τον Τσάρο και την Πατρίδα».

Ο πρωτοπρεσβύτερος του ρωσικού στρατού πατήρ Georgy Ivanovich Shavelsky (1871-1951) επιβεβαιώνει με τον δικό του τρόπο το ιερό αυτό τρίπτυχο των πρώτων ημερών του Πολέμου: «Η πολεμική έξαρση, η οποία κατέλαβε σαν ορμητική φλόγα το σύνολο του λαού μας, ανέδειξε σε ολόκληρο το μεγαλείο της την αμεριμνησία όλων απέναντι στα πιο σοβαρά προβλήματα.Ουδείς λογάριαζε τότε τη στρατιωτική ισχύ του αντιπάλου, την ανεπάρκεια της πολεμικής μας προπαρασκευής, τις μεγάλες θυσίες που ένας πόλεμος προοιώνιζε για τον λαό μας, τον βαρύ φόρο αίματος και τα εκατομμύρια των θυμάτων, ούτε τα παιχνίδια της τύχης και τις διάφορες απρόβλεπτες ανατροπές που η μοίρα επιφυλάσσει σε τέτοιες περιπτώσεις. Νέοι, ηλικιωμένοι, ανύποπτοι και υποψιασμένοι ρίχνονται ομαδικά σε ένα άγνωστο και τρομακτικό μέλλον, λες και αναζητούν την ευτυχία τους μέσα στο αίμα, στον πόνο και στα βάσανα».

Η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία συμμετείχε στην εθνική συστράτευση με την ισχύ της πειθούς, την οποία διέθετε χάρη στο ότι αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της κρατικής οντότητας και της εθνικής συνείδησης. Στο παρελθόν είχε αποφασιστικά συμμετάσχει στη σφυρηλάτηση μιας εθνικής ταυτότητας συνοδεύοντας ανελλιπώς τη διαδρομή της αυτοκρατορίας μέσα στον χρόνο. Κάθε φορά που προσεύχονταν στον Θεό, οι Ρώσοι προσεύχονταν ταυτόχρονα και στον τσάρο. Στον χώρο των κοινωνικών επιστημών είναι συχνή η διαπίστωση, σύμφωνα με την οποία από την εποχή της ειρήνης της Βεστφαλίας (1648), η παράμετρος της θρησκευτικής πίστης επηρέαζε ολοένα και λιγότερο την εξέλιξη των διεθνών σχέσεων και την έκβαση των πολεμικών διενέξεων. Παραταύτα, υπάρχουν ιστορικοί, όπως χαρακτηριστικά ο Xavier Boniface, που υποστηρίζουν πως στην περίπτωση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου η θρησκεία, από κοινού με τις υπόλοιπες ηθικές δυνάμεις, συμμετείχαν απόλυτα στην ανάταση της ψυχής, τόσο στην περίπτωση των λαϊκών κρατών όσο και σε εκείνη των κρατών όπου κυριαρχούσε μια επίσημη πίστη (αγγλικανική Μεγάλη Βρετανία και ορθόδοξη Ρωσία). «Μέσα στη δίνη του πολέμου», συνεχίζει ο Boniface, «ο θρησκευτικός παράγων αναδεικνύεται σε όλες του τις διαστάσεις. Σε ένα πρώτο στάδιο διαθέτει μια γεωπολιτική υπόσταση, από τη στιγμή που η Εκκλησία προασπίζει τα εθνικά συμφέροντα. Ταυτόχρονα επωμίζεται μια θεσμική αποστολή, εφόσον συνδράμει στην κρατική προσπάθεια. Είναι επίσης φορέας πολιτισμικών προσεγγίσεων: εμπνέει και διασπείρει διαφορετικές προσλήψεις και απεικονίσεις του πολέμου (π.χ. ιερός πόλεμος, σταυροφορίες κλπ.). Συνδέεται με την προστασία και υπεράσπιση των ιερών μνημείων. Αποκτά κοινωνικές προεκτάσεις χάρη στην ομαδική συστράτευση πιστών και κληρικών. Τέλος, ασκεί μια αποστολική δραστηριότητα, προσαρμόζοντας τη θεία λειτουργία στις συνθήκες του πολέμου και του μαζικού θανάτου».

Αυτήν ακριβώς τη διάσταση του πολέμου φιλοδοξεί να αναδείξει το παρόν άρθρο, υπό την ρωσική-ορθόδοξη οπτική. Πρόκειται για ένα ερευνητικό αντικείμενο αρκετά παραμελημένο συγκριτικά με την αντίστοιχη καθολική και προτεσταντική. Πολλά είναι τα ερωτήματα, τα οποία χρήζουν μελέτης. Υπάρχει, άραγε, μια θρησκευτική διάσταση στον εν γένει στρατηγικό σχεδιασμό και τους πολεμικούς στόχους της Ρωσίας το 1914; Με ποιόν τρόπο συντελέστηκε η συστράτευση της Ορθόδοξης Εκκλησίας; Υφίσταται, μήπως, μια ειδική ορθόδοξη αντίληψη και πρόσληψη του πολέμου; Πώς έδρασαν οι κατά τόπους στρατιωτικοί ιερείς; Ποιές υπήρξαν οι συνέπειες της ήττας στους κόλπους των εκκλησιαστικών αρχών; Αρκετές φορές θα χρειαστεί να προστρέξουμε στην πολύτιμη μαρτυρία του αρχιερέα του ρωσικού στρατού ξηράς και του πολεμικού στόλου, Georgy Ivanovich Shavelsky.

Έστω και αν το μερίδιο ευθύνης του καθενός ως προς την έκρηξη του Πολέμου εξακολουθεί να απασχολεί τους ιστορικούς, είναι σαφές πως το κάθε εμπόλεμο κράτος προσέβλεπε στην εκπλήρωση των δικών του στόχων. Η αυτοκρατορική Ρωσία δεν αποτελούσε εξαίρεση από τον κανόνα.

Για την ηγεσία της χώρας, οι γεωπολιτικοί αλλά και οι γεωθρησκευτικοί στόχοι ήταν αυτονόητοι. Ο πρώτος από αυτούς ήταν ο περιορισμός της αυστρο-γερμανικής πολεμικής μηχανής εκτός των εθνικών συνόρων τους. Η κυβέρνηση της Αγίας Πετρούπολης ήλπιζε επίσης να αποκομίσει οφέλη από έναν ενδεχόμενο διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποκτώντας των έλεγχο των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων.

Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Βρετανός ιστορικός Dominic Lieven, «Η Ρωσία εξήλθε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο για αμυντικούς, επιθετικούς και ιδεολογικούς λόγους. Η αμυντική παράμετρος συνίστατο στη διατήρηση των ισορροπιών στην Ευρώπη ενάντια σε αυτό που εκλαμβανόταν ως απειλή εξάπλωσης του γερμανικού επεκτατισμού σε επίπεδο ισχύος και εδαφικής έκτασης. Επιθετική παράμετρος ήταν η εδραίωση της ρωσικής επιρροής στα Στενά και γενικότερα στα Βαλκάνια. Τέλος, ως ιδεολογική παράμετρος χαρακτηριζόταν η καθιέρωση της Ρωσίας ως Μεγάλης Δύναμης, ηγέτιδας και προστάτιδας των απανταχού σλαβικών πληθυσμών». Ωστόσο, «η επιθυμία ελέγχου των Στενών, πρέπει να εκληφθεί ως εγγενής πτυχή του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Με τον ίδιο τρόπο οι Βρετανοί είχαν αποσπάσει τη Διώρυγα του Σουέζ και οι Αμερικανοί εκείνη του Παναμά. Ο Πανσλαβισμός των Ρώσων δεν διαφέρει από τον Πανγερμανισμό του Bismarck, αλλά ούτε και από τον επεκτατισμό Βρετανών και Αμερικανών. Όσο δε για τη διατήρηση των ισορροπιών ως Λυδίας λίθου για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, η πεποίθηση γι’ αυτό ήταν κοινή μεταξύ Αγίας Πετρούπολης και Λονδίνου».

Πάνω απ΄όλα, όμως, η Ρωσία έτρεφε φιλοδοξίες σε βάρος της Αυστροουγγαρίας. Ανέκαθεν, στόχος της τσαρικής διπλωματίας ήταν η αποδυνάμωση της ισχύος της αυτοκρατορίας των Αψβούργων στα Βαλκάνια, διαμέσου της παροχής στήριξης στα αυτονομιστικά κινήματα των Σλάβων σε βάρος της κεντρικής εξουσίας της Βιέννης. Η τελευταία ανταπέδιδε με τον ίδιο τρόπο την πανσλαβιστική πολιτική των Ρώσων, έχοντας στην περίπτωση ως αρωγό το Βατικανό. Συγκεκριμένα, λειτουργούσε ταυτόχρονα ως πόλος έλξης και φορέας προστασίας των καθολικών, οι οποίοι διαβιούσαν εντός της ρωσικής επικράτειας. Στη Γαλικία ή στα Καρπάθια, Αυστριακοί και Ρώσοι χρησιμοποιούσαν προς όφελός τους τους διάφορους τοπικούς πληθυσμούς (Πολωνούς, Ρουθήνους, Ουκρανούς). Στόχος της κάθε πλευράς ήταν να αποδυναμώσει την άλλη, με πρόκληση εσωτερικής αστάθειας εξαιτίας της έξαρσης των μειονοτικών αφυπνήσεων.

Επί παραδείγματι, στις 15 Αυγούστου 1914, η Αυστρουγγαρία κάλεσε τους Πολωνούς να απαλλαγούν από τον ρωσικό ζυγό και να προσχωρήσουν στον «δυτικό πολιτισμό». Την ίδια ακριβώς στιγμή, ο μέγας δούκας Νικόλαος, θείος του τσάρου και αρχιστράτηγος των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, τους πρότεινε καθεστώς ευρείας αυτονομίας. Μετά την έναρξη των εχθροπραξιών, μια επονομαζόμενη λεγεώνα Πολωνών εθελοντών ιδρύθηκε στους κόλπους του αυστροουγγρικού στρατού από τον εθνικιστή Józef Piłsudski και προωθήθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Οι Ρώσοι απάντησαν με τη δημιουργία ενός σώματος Τσεχοσλοβάκων, πρώην υπηκόων των Αψβούργων. Το στελέχωναν εθελοντές, αιχμάλωτοι πολέμου και λιποτάκτες.

Σε αντιδιαστολή με την Αυστροουγγαρία, η Γερμανία δεν αποτελούσε για τη Ρωσία στόχο ανάλογου βεληνεκούς. Ωστόσο, η κυβέρνηση της Αγίας Πετρούπολης δεν έπαυε να προβληματίζεται από τη στρατιωτική και οικονομική της ισχύ, όπως άλλωστε, όλοι οι υπόλοιποι σύμμαχοί της στους κόλπους του συνασπισμού της Τριπλής Συνεννοήσεως. Επιπροσθέτως, στον γεω-θρησκευτικό τομέα, το Γερμανικό Ράιχ έχαιρε ενός είδους στήριξης τύπου «ρεαλπολιτίκ» εκ μέρους του Βατικανού ενάντια σε μια Ρωσία, η οποία θεωρούσε τον εαυτό της και λειτουργούσε ως επίκεντρο της Ορθοδοξίας.

Όμως, υπεράνω όλων δέσποζε το όραμα της υπαγωγής της Βαλκανικής Χερσονήσου, των Στενών και της Κωνσταντινούπολης, πρωτεύουσας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στη ρωσική σφαίρα επιρροής. Μια ενδεχόμενη υλοποίησή του, ισοδυναμούσε με το επιστέγασμα προσπαθειών δύο, τουλάχιστον, αιώνων. Ταυτόχρονα, ανέτρεπε εκ των πραγμάτων την ισορροπία των δυνάμεων στην Ευρώπη. Έχοντας συναίσθηση της κρισιμότητας του προβλήματος, το τσαρικό καθεστώς απέφυγε επιμελώς να δημοσιοποιήσει τις διεκδικήσεις του κατά τους αρχικούς μήνες του Πολέμου. Το έπραξε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 1915, αφότου είχε ξεκινήσει η γαλλο-βρετανική εκστρατεία στη Χερσόνησο της Καλλίπολης.

Οι Σύμμαχοι, μπροστά στον κίνδυνο υπογραφής χωριστής συνθήκης ειρήνης του τσάρου με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες, ενέδωσαν το 1915 στις αξιώσεις της Αγίας Πετρούπολης, αποδεχόμενοι τη μελλοντική (μετά το πέρας του Πολέμου) εκχώρηση της Κωνσταντινούπολης, του Βοσπόρου, της ευρωπαϊκής ακτής της Θάλασσας του Μαρμαρά και των Δαρδανελλίων, τέλος, ενός μικρού τμήματος της μεσημβρινής Θράκης στη Ρωσία.

Η αποτυχημένη έκβαση της εκστρατείας των Δαρδανελλίων ανέστειλε όλα τα παραπάνω. Ένα νέο σχέδιο ρωσικής καθόδου προς τα Στενά εκπονήθηκε το 1917, δεν γνώρισε όμως πρακτική εφαρμογή εξαιτίας της εκδήλωσης της Οκτωβριανής Επανάστασης. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, η Ρωσία εξασφάλισε ορισμένα κέρδη στην Εγγύς Ανατολή, στο πλαίσιο του Συμφώνου Sykes-Picot του 1916. Συγκεκριμένα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία επρόκειτο να διαμελισθεί σε σφαίρες επιρροής και οικονομικής εκμετάλλευσης. Στο σύνολό τους, οι ρωσικές διεκδικήσεις, ακόμα και όσες διέθεταν θρησκευτικές προεκτάσεις, κατατέθηκαν από τις πολιτικές αρχές. Η σχέση του θρόνου με την Αγία Τράπεζα, ακολουθώντας το βυζαντινό πρότυπο καθιστούσε σε αυτό το επίπεδο τον κρατικό λειτουργό ως εκφραστή των θρησκευτικών αιτημάτων.

Ήδη από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου και την αφύπνιση της ρωσικής ισχύος, μια μεσσιανική αίσθηση του ρόλου της Ρωσίας στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, καθώς και οι μεταγενέστερες θεωρίες περί πανσλαβισμού και πανορθοδοξίας, σημάδεψαν διαχρονικά, με το δικό τους ειδικό βάρος, τις διεκδικήσεις των τσάρων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη καθώς και στα Βαλκάνια. Γαλουχημένες με μια (αυτο-)διακηρυσσόμενη έγνοια ως προς το πεπρωμένο της ανατολικής χριστιανοσύνης, προσέφεραν ανέκαθεν το ιδεολογικό υπόβαθρο για μια ρωσική παρέμβαση στον αγώνα των καταπιεσμένων λαών (νοτιοσλάβοι και κατ’ επέκταση Έλληνες, Ρουμάνοι και λοιποί ορθόδοξοι) ενάντια στον οθωμανικό ζυγό. Η Κωνσταντινούπολη ειδικότερα, εξακολουθούσε να ακτινοβολεί ως το πνευματικό κέντρο της Ορθοδοξίας εν αναμονή της αποκατάστασης της δόξας της. Μια υπαγωγή της στη Ρωσία θα σήμαινε την ιστορική εκδίκηση της Ορθοδοξίας επί του Ισλάμ.

Περί τα τέλη του 1914, στο περιοδικό Ο εκκλησιαστικός Κήρυξ (Cerkovnyj vestnik) δημοσιεύθηκε το ακόλουθο χαρακτηριστικό κείμενο: «Η Κωνσταντινούπολη είναι η κοιτίδα του Χριστιανισμού μας, ο φάρος της πίστης των σλάβων. Η Κωνσταντινούπολη είναι η κληρονομιά του Κωνσταντίνου, η οποία εναποτέθηκε στο τσαρικό στέμμα. Η Κωνσταντινούπολη είναι ταυτόχρονα το παρελθόν και το μέλλον της Ρωσίας». Η θέση της υπό τον έλεγχο της Ρωσίας θα έθετε συνακόλουθα το ζήτημα της μοίρας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Πόσο μάλλον που το τελευταίο είχε υιοθετήσει έναντι των οθωμανικών αρχών συναινετική στάση για λόγους επιβίωσης. Εντός της τσαρικής επικράτειας υπήρχαν οπαδοί της διατήρησης ενός ανεξάρτητου Πατριαρχείου, όπως συνέβαινε επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Άλλοι πάλι προσέβλεπαν στον εκρωσισμό και στην υποβάθμισή του σε επίπεδο απλής Αρχιεπισκοπής υπό την εξουσία ενός Ρώσου Πατριάρχη, ο οποίος θα έδρευε στην Αγία Πετρούπολη. Εμφανώς λιγότεροι υπήρξαν εκείνοι που τάχθηκαν υπέρ της παραχώρησης της Κωνσταντινούπολης στους Έλληνες ως χειρονομία ευαρέσκειας επειδή εισήγαγαν τον Χριστιανισμό στη Ρωσία.

Το 1915, το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών ανέθεσε στον G. S. Fozinine, διπλωμάτη καρριέρας και ειδήμονα σε θέματα Ορθοδοξίας (είχε υπηρετήσει στο παρελθόν στην Παλαιστίνη, στη Σόφια και στην Κωνσταντινούπολη) τη σύνταξη μιας έκθεσης σχετικά με το μελλοντικό καθεστώς του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Το κείμενο κατατέθηκε στις αρχές του επομένου έτους. Επικέντρωνε σε θέματα εσωτερικής οργάνωσης και σχέσεων του κορυφαίου αυτού θεσμού με την Ελλάδα και τη Ρωσία την επομένη των Βαλκανικών Πολέμων, στο ζήτημα του Αγίου Όρους κλπ. Αποφεύγοντας επιμελώς να ειπεισέλθει σε οποιαδήποτε προοπτική υποβάθμισης και με δεδομένη μια μελλοντική ρωσική παρουσία στις όχθες του Βοσπόρου, έκανε λόγο περί αποστολής ενός Ρώσου μητροπολίτη πλησίον του Πατριάρχη. Η Αγία Σοφία και οι υπόλοιποι χώροι λατρείας θα επαναλειτουργούσαν υπό την προστασία του τσάρου, ο οποίος, με τον τρόπο αυτό, θα επωμιζόταν διεθνώς τον ρόλο του ουσιαστικού ηγέτη της Ορθοδοξίας.

Η εν γένει τραγική κατάσταση της Ρωσίας μεσούντος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και οι κοσμογονικές αναρατάξεις του 1917, κατέστησαν τα παραπάνω μεγαλεπίβολα οράματα ανενεργά. Άξιο μνείας, ωστόσο, παραμένει το ότι κατά τα έτη 1915-1916, η ρωσική διπλωματία αφιέρωσε χρόνο σε (γεω)θρησκευτικά ζητήματα και τα ενέταξε μεταξύ των προτεραιοτήτων της ενόψει μιας νικηφόρου έκβασης του πολέμου.

Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ομόλογές της, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ήδη από την ημέρα κήρυξης του Πολέμου (2 Αυγούστου 1914), εκπλήρωσε την παραδοσιακή της αποστολή, εκείνη της ιδεολογικής στήριξης της κυβέρνησης και της χώρας, τασσόμενη ανεπιφύλακτα στο πλευρό του τσάρου και συμβάλλοντας με όλες της τις δυνάμεις στη συστράτευση των συνειδήσεων. Ταυτόχρονα με την έκρηξη του Πολέμου, σε όλες τις ενορίες της επικράτειας αναγνώσθηκε η ακόλουθη εγκύκλιος, τη σύνταξη της οποίας είχε επιμεληθεί η Ιερά Σύνοδος, ανώτατο όργανο της Εκκλησίας: «Η αγία Εκκλησία του Χριστού θα προσεύχεται διαρκώς για την αιώνια ανάπαυση όλων όσων πέσουν στον ένδοξο αυτόν αγώνα».Ταυτόχρονα, οι πιστοί καλούνταν να προσεύχονται, να αποφεύγουν τις αμαρτίες και τα πάθη, να παραμένουν ψύχραιμοι και συσπειρωμένοι γύρω από τον τσάρο και την κυβέρνηση.

Σε ολόκληρη τη διάρκεια των εχθροπραξιών, τα διάφορα εκκλησιαστικά έντυπα παρότρυναν για αγώνα ενάντια στους εχθρούς της Εκκλησίας και του τσάρου, για διατήρηση θάρρους και πίστης στο πλαίσιο μιας ιερής και δίκαιης αναμέτρησης. Δημοσίευσαν πληθώρα διηγήσεων περί θείας παρέμβασης και πολλαπλών θαυμάτων υπέρ των μαχητών της πρώτης γραμμής. Θαυματουργές εικόνες έκαναν τον γύρο των στρατοπέδων προκειμένου να χαρίσουν τη νίκη στους γενναίους πολεμιστές. Εκκλησία και κυβέρνηση μοίρασαν απλόχερα στο στράτευμα φυλλάδια (лубо́к) με χριστιανικό περιεχόμενο. Όπως ήταν επόμενο, με τις διαδοχικές ήττες του 1916 και την υποχώρηση του ρωσικού στρατού, οι πρωτοβουλίες αυτές ατόνησαν.

Πάντως, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ως επίσημη συνιστώσα του κράτους, δεν αρκέστηκε στο να ευλογεί τους στρατιώτες. Συμμετείχε ενεργά στην πολεμική προσπάθεια. Ιερείς αλώνισαν το μέτωπο από άκρη σε άκρη. Έρανοι οργανώθηκαν για την ανακούφιση των τραυματιών, των αναπήρων, των προσφύγων, τέλος, των αιχμαλώτων πολέμου. Στην πράξη, όπως θα επισημανθεί παρακάτω, τον κυρίαρχο ρόλο ανέλαβαν οι στρατιωτικοί ιερείς, και αυτό παρά την πλήρη απουσία κάποιας συγκεκριμένης στρατηγικής γύρω από το όλο ζήτημα.

Σε αντιδιαστολή με τη δυτική χριστιανική πίστη ή ακόμα και με το Ισλάμ, η Ορθοδοξία δεν είχε σφυρηλατήσει κάποια θεωρία περί «δίκαιου» ή περί «ιερού» πολέμου. Εξαιρέσεις υπήρξαν, ελάχιστες όμως. Στην πράξη, οι ορθόδοξοι πληθυσμοί ήταν περισσότερο θύματα παρά εμπνευστές σταυροφοριών ή τζιχάντ. Ορισμένοι αυτοκράτορες του Βυζαντίου επιχείρησαν να χαρακτηρίσουν ως μάρτυρες τους πεσόντες στη μάχη στρατιώτες, ωστόσο, η Ορθόδοξη Εκκλησία αρνήθηκε σθεναρά να υιοθετήσει ένα τέτοιο αμάλγαμα. Γι’ αυτήν, κάθε προσβολή σε βάρος της ανθρώπινης ζωής, ακόμα και υπό καθεστώς νόμιμης άμυνας, παρέμενε αμάρτημα και κανονιστικό παράπτωμα. Ταυτόχρονα όμως, δεν απέρριπτε εξ ορισμού το στρατιωτικό καθήκον. Πίστευε πως κάθε υπήκοος όφειλε υπακοή στον αυτοκράτορα. Η ίδια προσευχόταν για τη σωτηρία όσων πολεμούσαν για την πατρίδα και οργάνωνε ειδικές λειτουργίες αφιερωμένες στη μνήμη των πεσόντων. Σε τελευταία ανάλυση, η Ορθοδοξία αποδεχόταν οριακά τον θεσμό του πολέμου ως αναγκαίο κακό, τιμώντας όσους θυσιάζονταν στα πεδία των μαχών και ευλογώντας, αργότερα, τους διάφορους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, ειδικότερα στον βαλκανικό χώρο.

Το 1914, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία υιοθέτησε αυτήν ακριβώς την αντίληψη: μια «αμυντική» θεώρηση των πραγμάτων, αλτρουϊστική, προστάτιδα των επαπειλούμενων πληθυσμών και αρωγό στον αγώνα του έθνους. Το ίδιο είχε πράξει νωρίτερα σε αρκετές περιπτώσεις, π.χ. ενάντια στην εισβολή του Ναπολέοντα το 1812 ή στο πλαίσιο του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1856). «Ο Θεός είναι κατά του επιτιθέμενου» διατυμπάνιζε τον Αύγουστο του 1914 ο ρωσικός Τύπος, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα τα φιλειρηνικά αισθήματα του λαού, αλλά και παροτρύνοντας τον τελευταίο να ανταποκριθεί στα κελεύσματα της Ιστορίας. Με άλλα λόγια, η Ρωσία ολάκερη ήταν πεπεισμένη ότι το ορθό ήταν με το μέρος της και πως η θεία δίκη δεν μπορούσε παρά να επιβραβεύσει έναν θεοσεβούμενο λαό.

Ανάλογη ήταν και η οπτική του πρωτοπρεσβύτερου του ρωσικού στρατού, πατέρα Georgy Shavelsky: «Ο Ρώσος στρατιώτης του 1914, είχε διατηρήσει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του παρελθόντος: θάρρος, αυταπάρνηση, προσήλωση στο καθήκον (…) Ο Ρώσος αξιωματικός δεν είχε απωλέσει τις παραδοσιακές του αρετές: ηρωισμό και ιπποτικό πνεύμα. Θεωρούσε χρέος του να αποκαταστήσει την πληγωμένη τιμή (…) Ηγείτο πάντοτε και πέθαινε με την ψυχή του ήσυχη. Η γενναιότητα είχε γίνει δεύτερη φύση, σε βαθμό που τον έκανε να εκθέτει κατά καιρούς τον εαυτό του σε περιττό κίνδυνο, χάνοντας τη ζωή του χωρίς λόγο. Το σύνθημα του ήταν: πεθαίνοντας για τον Θεό, τον Τσάρο και την Πατρίδα».

Η αίσθηση της αυτοθυσίας ήταν βαθιά ριζωμένη μέσα στο στράτευμα. Όταν ο Shavelsky επιχείρησε να εξηγήσει πως το ζητούμενο δεν ήταν ο θάνατος αλλά η νίκη σε βάρος του αντιπάλου, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και χαρακτηρίστηκε ως αιρετικός! Ο ίδιος περιγράφει τη νοοτροπία που κυριαρχούσε στην ανώτατη ηγεσία. Ο μέγας δουξ Νικόλαος προσδοκούσε διαρκώς μια υπερφυσική παρέμβαση προς όφελος της χώρας. «Ο Θεός μπορεί να πετύχει τα πάντα», ήταν η αγαπημένη του ρήση, αποδίδοντας ακόμα και τις πολεμικές αποτυχίες στη θεία βούληση. Όσο για τον τσάρο, συνεδύαζε την ιδιότητά του ως «μυρωμένου από τον Κύριο» με μια μοιρολατρεία θρησκευτικής απόχρωσης, γεγονός, το οποίο καταλογίστηκε σε βάρος του όταν τον Φεβρουάριο ( ν.η. Μάρτιο) του 1917 εξαναγκάστηκε σε υποβολή παραίτησης.

Η παρουσία ιερέων στους κόλπους του στρατεύματος διαθέτει καταβολές, οι οποίες ανέρχονται στην εποχή του Μεγάλου Πέτρου. Για πρώτη φορά τότε θεσπίστηκε η θέση τόσο στις μονάδες του στρατού ξηράς όσο και στα πλοία του πολεμικού στόλου. Επί των ημερών του τσάρου Παύλου Α΄ τοποθετήθηκε ένας επικεφαλής αρχιερέας ή πρωτοπρεσβύτερος, στη δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν το σύνολο των στρατιωτικών ιερέων. Στην αυτοκρατορική Ρωσία, τέσσερα μόνο άτομα έφεραν τον τίτλο του πρωτοπρεσβύτερου: οι αρχιερείς των δύο ναών του Κρεμλίνου, ο ιερέας της αυλής και ο στρατιωτικός αρχιερέας. Περί τα τέλη του 19ου αιώνα ιδρύθηκε μια ειδική υπηρεσία, η Εκκλησιαστική Υπηρεσία του Στρατεύματος (Vedomstvo Voennogo duxovenstva), η οποία αριθμούσε 730 μέλη προπολεμικά, 1.000 το 1914, 2.000 περί τα τέλη του 1915 και 5.000 το 1917. Ο επικεφαλής πρωτοπρεσβύτερος (μέλος πάντοτε της Ιεράς Συνόδου) ήταν υπόλογος στην ηγεσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Για τα αμιγώς στρατιωτικά ζητήματα λογοδοτούσε απευθείας στον υπουργό Στρατιωτικών, του οποίου εθεωρείτο αναπληρωτής σε θέματα πνευματικής φύσεως. Τοποθετημένος στο Γενικό Επιτελείο εν καιρώ πολέμου, διέθετε το προνόμιο να επικοινωνεί προσωπικά με τον αυτοκράτορα. Την εν λόγω υπηρεσία στελέχωναν επίσης ανώτατοι αξιωματικοί καθώς και ιερείς των νοσοκομείων και των φυλακών. Υπήρχε μάλιστα και αντιστοιχία με τους στρατιωτικούς βαθμούς. Ο πρωτοπρεσβύτερος ισοδυναμούσε με ταξίαρχο, οι δε υφιστάμενοι κληρικοί κατά περίπτωση με συνταγματάρχη, ταγματάρχη και λοχαγό.

Αποστολή όλων ήταν η επιτόπου οργάνωση λειτουργιών, η πνευματική και ψυχική συμπαράσταση σε όσους πολεμούσαν, αλλά και η διδασκαλία της ορθόδοξης πίστης σε συνδυασμό με τις στρατιωτικές υποχρεώσεις εν καιρώ πολέμου. Χαρακτηριστικοί είναι οι τίτλοι βιβλίων, φυλλαδίων και προκηρύξεων που κυκλοφορούσαν εκτεταμένα μέσα στους κόλπους του στρατεύματος: Ιερός Πόλεμος, Ο στρατός – ιερός θεσμός, Η τελευταία ρανίδα αίματος κατόπιν θεϊκής εντολής κλπ. Οι στρατιωτικοί ιερείς συνέδραμαν επίσης ως βοηθοί νοσοκόμοι στα νοσοκομεία εκστρατείας, στην εκκένωση από την πρώτη γραμμή των τραυματιών, στην οργάνωση της ταφής των νεκρών, στη συντήρηση των στρατιωτικών νεκροταφείων, στη στήριξη των συγγενών των θυμάτων, στη διεκπεραίωση της αλληλογραφίας των (κατά κανόνα αγράμματων) τραυματιών, τέλος, στον εμπλουτισμό των βιβλιοθηκών των στρατιωτικών μονάδων με υλικό θρησκευτικού και πατριωτικού περιεχομένου. Το 1916 θεσπίστηκε η ειδικότητα του ιεροκήρυκα, για την οποία επιλέχθηκαν οι καλύτεροι ρήτορες του στρατού ξηράς και των στόλων της Βαλτικής και της Μαύρης Θάλασσας.


Οι στρατιωτικοί ιερείς όφειλαν να εξηγήσουν τους πολεμικούς στόχους της χώρας και να πείσουν το ποίμνιό τους να αγωνιστεί μέχρι τέλους για την εκπλήρωσή τους. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Πόλεμος προσλάμβανε διαστάσεις αντιπαράθεσης ανάμεσα στην Ορθοδοξία και τον Λουθηρανισμό, κατ’ επέκταση δε, ανάμεσα στον Χριστό και τον Σατανά. Ο Γερμανός αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β’ (κατά τα άλλα στενός συγγενής της τσαρικής οικογένειας) ήταν υποχείριο του διαβόλου. Η Αγία Ρωσία είχε επωμιστεί μια ιερή αποστολή: να απελευθερώσει τους καταπιεσμένους από τη γερμανική επιθετικότητα λαούς, να αποκαταστήσει την ελευθερία των σλάβων και να επαναφέρει την Ευρώπη στον δρόμο της τιμής και της αξιοπρέπειας, ακριβώς όπως είχε πράξει έναν αιώνα νωρίτερα ενάντια στον Ναπολέοντα.

Ο επιχειρήσεις κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άνοιγαν νέους ορίζοντες για τους στρατιωτικούς ιερείς. Διέθεταν εκ των πραγμάτων αξιοποιήσιμα διακριτικά γνωρίσματα ιερού πολέμου ανάμεσα στον Σταυρό και την Ημισέλινο. «Δικαιωματικά ο τσάρος είναι ο εκλεκτός της θείας πρόνοιας στο πλαίσιο του μεγάλου οράματος της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων και του Βυζαντίου από τους άπιστους». Πόσο μάλλον που τα ποσοστά των Ορθοδόξων μεταξύ των στρατηγών ανέρχονταν στο συντριπτικό 85% και μεταξύ των υπολοίπων αξιωματικών και οπλιτών στο 75% (οι εναπομείναντες ήταν Μουσουλμάνοι, Καθολικοί, Λουθηριανοί και Εβραίοι).

Η συμμετοχή τον Πόλεμο παρουσιάστηκε στο ευρύ κοινό ως πρωτοβουλία υποστήριξης των ομοθρήσκων Σέρβων, θυμάτων της επιθετικότητας των Κεντρικών Δυνάμεων. Προβάλλοντας εμφατικά ένα κίνητρο βασισμένο στο Ευαγγέλιο («Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πράξη αγάπης από το να διακινδυνεύσει κανείς τη ζωή του για τους φίλους του») η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία μπορούσε δίχως κανέναν ενδοιασμό να επικεντρωθεί στο επιχείρημα του εθνικού συμφέροντος και της σωτηρίας της πατρίδας. Άλλωστε, ο ίδιος ο λαός είχε χαιρετίσει την έξοδο στον Πόλεμο στο όνομα της εθνικής ενότητας και της εθνικής ομοψυχίας.

Σε δύο περιπτώσεις, ο Shavelsky είχε εξάρει τη δραστηριότητα των στρατιωτικών ιερέων επικαλούμενος κορυφαίους κρατικούς παράγοντες:

«Περί τα τέλη του 1916, ο τσάρος μου δήλωσε:
– Είμαι αποδέκτης των καλύτερων προσωπικών μαρτυριών ανώτατων αξιωματικών, προερχομένων από την πρώτη γραμμή. Εκφράζονται με εξόχως κολακευτικά λόγια για το έργο που επιτελείται στις τάξεις του στρατεύματος από τους στρατιωτικούς ιερείς.
Το 1915, παρουσία των μελών του Επιτελείου του, ο μέγας δουξ Νικόλαος, υπήρξε ακόμα πιο σαφής:
– Υποκλινόμαστε μπροστά στον στρατιωτικό κλήρο για την αξιοθαύμαστη δουλειά του».

Η αξιοθαύμαστη δουλειά του στρατιωτικού κλήρου και το κύρος της Εκκλησίας οπισθοχώρησαν εξαιτίας των διαδοχικών αποτυχιών των ετών 1916 και 1917. Οι θρησκευτικές διακηρύξεις και η επίκληση του όρκου έχασαν μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας τους μέσα στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής όπου ολοένα και περισσότερο πολλαπλασιάζονταν τα κρούσματα λιποταξίας, στάσεων, αποσύνθεσης των ενόπλων δυνάμεων έως την καταληκτική ημερομηνία του Φεβρουαρίου 1917. Η παράταση των εχθροπραξιών απέστρεψε μεγάλο αριθμό στρατιωτών από τα μέχρι πρότινος ιδεώδη. Οι λειτουργίες και οι ευλογίες έπαψαν να αποτελούν το ισχυρό υπόβαθρο της συστράτευσης για την υπεράσπιση της Μητέρας Πατρίδας. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ο αριθμός των προσερχομένων στη Θεία Ευχαριστία και στη Θεία Μετάληψη μειώθηκε κατά 90%, όταν η προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση κατέστησε προαιρετικά τα εν λόγω Μυστήρια. Οι ανυπολόγιστες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό, η υποβάθμιση της καθημερινότητας στο μέτωπο, η αγριότητα και ο παραλογισμός των επιχειρήσεων αποθάρρυναν ακόμα και τους πιο ευσεβείς. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είχε διαλύσει μόνο το έθνος. Είχε διαλύσει και την ίδια τη ρωσική ορθοδοξία.

Η πρόσκαιρη κατάληψη της αυστριακής Γαλικίας από τον ρωσικό στρατό το 1914, έθεσε το ζήτημα του θρησκευτικού καθεστώτος των κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι σε μεγάλο ποσοστό ήταν Καθολικοί και Ελληνόρρυθμοι Καθολικοί με Βυζαντινή παράδοση (Ουνίτες). Στρατιωτική διοίκηση και Εκκλησία αποφάσισαν να προσηλυτίσουν τους πληθυσμούς αυτούς στην Ορθοδοξία. Ιεραπόστολοι στάλθηκαν επιτόπου για τον συγκεκριμένο σκοπό, υπό την εποπτεία του αρχιμανδρίτη Yevlogy Georgiyevsky. Ο τελευταίος υποστήριζε σθεναρά ότι το πνεύμα και οι κανόνες της Εκκλησίας αποτελούσαν προέκταση εκείνων του κράτους. Κατά συνέπεια, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία δικαιούταν να οργανώσει τη δική της διοίκηση μέσα στα νεαποκτηθέντα εδάφη. Είχε, ωστόσο, συνείδηση του εφήμερου χαρακτήρα της ρωσικής κατοχής. Οι εξελίξεις στον επιχειρησιακό τομέα ήταν απρόβλεπτες, ικανές να οδηγήσουν σε ανατροπή των ισορροπιών. Αυτό ακριβώς συνέβη το 1915. Η γερμανική αντεπίθεση οδήγησε στην απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων από τη Γαλικία. Τα συνόδευαν 50.000 περίπου Ουνίτες, οι οποίοι είχαν στο μεταξύ ασπαστεί το ορθόδοξο δόγμα. Όσοι επέλεξαν να παραμείνουν, εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς.

Η επιχείρηση προσηλυτισμού των Ουνιτών της Γαλικίας δεν έχαιρε γενικής αποδοχής. Ο Shavelsky, κάνοντας χρήση του προνομίου της απευθείας επικοινωνίας με τον τσάρο, κατέβαλε υπεράνθρωπη προσπάθεια προκειμένου να πείσει τον τελευταίο ότι το όλο εγχείρημα επιφύλασσε επικίνδυνες προεκτάσεις σε επίπεδο διακρατικών σχέσεων. Δύο από τους συμμάχους της Ρωσίας, η Γαλλία και η Ιταλία, ως Καθολικές χώρες, πιθανότατα θα αντιδρούσαν μπροστά σε μια προοπτική του είδους αυτού.

Μεταξύ των ετών 1915-1916, η κατάσταση μεταβλήθηκε άρδην προς το χειρότερο με την απώλεια της Πολωνίας και μέρους των Βαλτικών επαρχιών. Ευρισκόμενη ενώπιον των νέων συνθηκών, η Ιερά Σύνοδος προέτρεψε όλα τα μοναστήρια, τις ενορίες και τους πιστούς να προβούν σε δωρεές υπέρ του Ερυθρού Σταυρού για την ανακούφιση των συγγενών των στρατιωτών. Επιπλέον, διαπιστώνοντας τις ολοένα και μεγαλύτερες ελλείψεις του κρατικού μηχανισμού, ίδρυσε με δική της μέριμνα και πρωτοβουλία νοσηλευτήρια και ιδρύματα παροχής βοήθειας προς ασθενείς και τραυματίες.

Την ίδια στιγμή, οι εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες σε επίπεδο ρωσικής κοινωνίας. Η άσχημη τροπή των στρατιωτικών επιχειρήσεων σε συνδυασμό με την παρείσφρηση επαναστατικών ιδεών είχαν καταστήσει την τελευταία λιγότερο ευαίσθητη σε ζητήματα θρησκευτικής λατρείας. Οι εφημερίδες επέκριναν τις εκκλησιαστικές αρχές για τη δυσανάλογη, όπως υποστήριζαν, συστράτευση σε σχέση με το μέγεθος της εθνικής καταστροφής. Αναφορές των κατά τόπους επισκοπών, οι οποίες έκαναν λόγο περί κάμψης του θρησκευτικού φρονήματος της κοινής γνώμης και περί συρρίκνωσης της επιρροής της Εκκλησίας, άρχισαν να κατακλύζουν την Ιερά Σύνοδο. Μια από τις πρώτες ενέργειες της Προσωρινής Κυβέρνησης που προέκυψε από την επανάσταση του Φεβρουαρίου/Μαρτίου 1917, ήταν να κλονίσει τη συνείδηση των στρατιωτών με επιχειρήματα περί μη ύπαρξης Θεού, περί επίγειας και όχι ουράνιας ζωής κ.ο.κ.

Πράγματι, τα γεγονότα των πρώτων μηνών του 1917 λειτούργησαν καταλυτικά εις βάρος του στρατεύματος και της Εκκλησίας. Από την πρώτη κιόλας στιγμή οι στρατιωτικοί ιερείς έπεσαν θύματα παρενόχλησης εάν όχι βίας σε ίση κλιμακα με τους αξιωματικούς, μέσα σε ένα κλίμα εμφύλιας αντιπαράθεσης με τον Παγκόσμιο Πόλεμο ευρισκόμενο ακόμη σε εξέλιξη.

Η εξουσία του κλήρου αποκαθηλώθηκε πλήρως ταυτόχρονα με την εγκαθίδρυση του καθεστώτος των μπολσεβίκων. Ως νομικό πλαίσιο λειτούργησε το διάταγμα του Φεβρουαρίου 1918 περί διαχωρισμού κράτους και Εκκλησίας. Ουσιαστικός απώτερος στόχος των νέων αρχών ήταν η διάλυση του εκκλησιαστικού μηχανισμού μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ενόσω εμαίνετο ο ρωσικός Εμφύλιος Πόλεμος (1918-1921), ο θεσμός των στρατιωτικών ιερέων διατηρήθηκε μόνο στους κόλπους των μονάδων, οι οποίες είχαν παραμείνει πιστές στο παλαιό καθεστώς. Παραταύτα, η θρησκευτική διάσταση δεν ήταν εκείνη, η οποία έκρινε την τελική έκβαση.

Η εν γένει δραστηριοποίηση του εκκλησιαστικού μηχανισμού διευκολύνθηκε από την απουσία ομόθρησκων πληθυσμών στους κόλπους των αντιπάλων κρατών. Ο δρόμος ήταν ορθάνοικτος για την εφαρμογή του δόγματος «Οι Ρώσοι είναι Ορθόδοξοι. Οι Ορθόδοξοι είναι Ρώσοι. Ο τσάρος πασών των Ρωσιών είναι ο τσάρος όλων των Ορθοδόξων». Υπό αυτό το πρίσμα και σε αντιδιαστολή με τους Καθολικούς και τους Διαμαρτυρόμενους, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ήταν αναγκασμένη να αιτιολογήσει το πατριωτικό της φρόνημα και τον καθαγιασμό του Πολέμου. Η προάσπιση πατρίδας και θρησκείας ήταν αλληλένδετες, στα μάτια των Ορθοδόξων πιστών τουλάχιστον.

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη