Κάστανα, μύθοι και πείνα: Η άγνωστη ιστορία από τον Ξενοφώντα μέχρι τα χειμωνιάτικα τραπέζια

 

Ποιος θα το ’λεγε πως ένας καρπός τόσο ταπεινός, κρυμμένος μέσα στον αγκαθωτό του «αχινό», θα στήριζε για αιώνες ολόκληρους τη διατροφή λαών και πολιτισμών. Το κάστανο, ενάρετο για τους πρώτους χριστιανούς –σύμβολο αγνότητας, καλοσύνης και νίκης ενάντια στον πειρασμό– υπήρξε πολύ περισσότερο από ένα εποχικό χειμωνιάτικο κέρασμα. Πριν εμφανιστεί στην ευρωπαϊκή διατροφή η πατάτα, η καστανιά ήταν το δέντρο που έδινε ψωμί, χορτασμό και ζωή.

Η πρώτη του εμφάνιση στην ανθρώπινη ιστορία ξεθωριάζει μέσα στον μύθο. Οι Σάρδεις της Μικράς Ασίας θεωρούνται η κοιτίδα της καστανιάς, ενώ άλλοι αναζητούν την απαρχή της στον Πόντο. Ο Ξενοφών, στο Κύρου Ανάβασις, αναφέρει πως τα παιδιά των Περσών ευγενών πάχαιναν τρώγοντας κάστανα και πως ο ίδιος δοκίμασε ψωμί φτιαγμένο από αλεσμένους καρπούς. Η μαρτυρία αυτή δείχνει πόσο πρώιμα οι άνθρωποι αντιλήφθηκαν τη δύναμη του συγκεκριμένου καρπού: πολλές θερμίδες, μεγάλη διάρκεια ζωής, εύκολη μεταφορά.

Με την εξάπλωση των Ελλήνων και αργότερα των Ρωμαίων, η καστανιά ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη. Από τα βουνά της Ιταλίας μέχρι τα δάση της Κορσικής και από τις Άλπεις έως τα Πυρηναία, ρίζωσε σε μέρη όπου τα δημητριακά δεν μπορούσαν να ευδοκιμήσουν. Εκεί αναδείχθηκε σε σωτήρα: ένα αληθινό «αρτόδεντρο». Στις αγροτικές κοινωνίες του 18ου και του πρώιμου 19ου αιώνα, δύο κιλά κάστανα την ημέρα ανά άτομο δεν ήταν καθόλου σπάνια κατανάλωση. Νωπά το φθινόπωρο, βραστά ή ψητά τον χειμώνα, αργότερα αποξηραμένα και αλεσμένα σε αλεύρι, τα κάστανα αποτελούσαν τη βάση μιας διατροφής που στηριζόταν στη λιτότητα, όχι στην αφθονία.

Από το αλεύρι κάστανου γεννήθηκαν γαλέτες, χυλοί, σούπες, τηγανίτες, πολέντα και ψωμί. 

Σε ορισμένες περιοχές της Γαλλίας και της Ιταλίας, ολόκληρες οικογένειες ζούσαν από τις καστανιές για περίπου μισό χρόνο. Όμως ακριβώς επειδή ήταν τροφή φτωχών, επί αιώνες κουβάλησε επάνω της ένα κοινωνικό στίγμα. Ίσως αυτό να απηχεί και η σκηνή του Μάκβεθ, όπου μία μάγισσα ζητά επίμονα κάστανα από μια ναύτισσα και εισπράττει προσβολή. Ο Σαίξπηρ, παρατηρητής της ανθρώπινης καθημερινότητας, φαίνεται πως αναγνωρίζει στον καρπό έναν υπαινιγμό λαιμαργίας ή αγένειας – ή, απλώς, την τραχειά υλικότητα της ζωής των χαμηλών τάξεων.

Κι όμως, παρά αυτή τη φτώχεια, πάνω στα κάστανα άνθισε και μια άλλη, πολύ πιο εκλεπτυσμένη γαστρονομική παράδοση. Τα καλύτερα κάστανα, τα περίφημα μαρόνια –όσα ωριμάζουν μόνα τους μέσα στο περίβλημα– έγιναν πρώτη ύλη για αριστουργήματα της ευρωπαϊκής ζαχαροπλαστικής: τα marrons glacés της Λιόν, το γλυκό κάστανο, το λικέρ κάστανου, τα κάστανα ντεγκιζέ βουτηγμένα σε σοκολάτα, την κρέμα κάστανο με ρούμι, αλλά και το διάσημο Mont Blanc, εκείνο το λευκό βουνό από πουρέ κάστανου με χιόνι σαντιγί.

Στην Ελλάδα, κάστανα εξαιρετικής ποιότητας δίνουν η Κρήτη, το Πήλιο, η Λέσβος, η Μελιβοία Λάρισας και το Βόιο Κοζάνης. Παλαιότερα οι παραγωγοί τα φύλαγαν σε λάκκους –«κάστανα της γούβας»– για να τα πουλήσουν αργότερα σε καλύτερη τιμή. Και στην παλιά Αθήνα, οι καστανάδες –συχνά Ηπειρώτες– ζέσταιναν τις φουφούδες τους και γέμιζαν τον χειμωνιάτικο αέρα με τη λιγωτική μυρωδιά του ψητού κάστανου.

Η καστανιά ήταν, και παραμένει, δέντρο ανθεκτικό και γενναιόδωρο. Αργεί να καρπίσει, μα όταν το κάνει, χαρίζει καρπό θρεπτικό, γλυκό, με υψηλή περιεκτικότητα σε βιταμίνη C. Κι αν η πατάτα άλλαξε αργότερα συθέμελα τη διατροφή της Ευρώπης, το κάστανο ακόμη διατηρεί την υπόσχεση της παλιάς του δύναμης: ότι ένας απλός καρπός της γης μπορεί να ταΐσει λαούς, να εμπνεύσει ποιητές και να συντροφεύσει γενιές ολόκληρες από τον Ξενοφώντα μέχρι τον Σαίξπηρ – και
μέχρι τα σημερινά μας χειμωνιάτικα τραπέζια.

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη