Γράφει ο Βασίλης Γλέζος
Η ελληνική Ακροδεξιά δεν είναι ενιαία ιδεολογικά, ούτε έχει σταθερό πολιτικό όραμα. Αυτό που τη συγκρατεί είναι κάτι πιο υπόγειο, πιο σωματικό, σχεδόν οργανικό.
Είναι ο φόβος, η ανασφάλεια, η
αμηχανία απέναντι στον κόσμο που αλλάζει. Είναι το ένστικτο της απόρριψης, η
τάση να κλείνεσαι, να μαζεύεσαι, να σιχαίνεσαι. Είναι σαν τη μύξα: κολλάει,
κυλάει, δεν έχει σχήμα αλλά απλώνεται παντού. Δεν τη θες, αλλά δεν την
αποβάλλεις κι εύκολα.
Η Ακροδεξιά δεν
χτίζεται πάνω στη σκέψη αλλά στην παρόρμηση. Από τον πηχτό λόγο του Άδωνι
Γεωργιάδη, που διαστρεβλώνει την Ιστορία με αυτοπεποίθηση τηλεμάρκετινγκ, μέχρι
τον ηλικιωμένο φασίστα του καφενείου που νοσταλγεί τον Παπαδόπουλο ενώ ρουφάει
τη μύτη του και μουρμουράει για «προδότες», βλέπουμε την ίδια συναισθηματική
μηχανική: μια κοινωνική βλέννα που κολλάει παντού.
Η μύξα δεν είναι μόνο
σωματική. Είναι πολιτισμική. Είναι το υπόλειμμα μιας εποχής που αρνείται να
πεθάνει. Είναι το φοβικό alter ego του εθνικού αφηγήματος που δεν μπορεί να
συμβιβαστεί με τις εξίσου εθνικές αποτυχίες με τις οποίες είναι ταυτισμένο.
Για να καταλάβουμε το
ρόλο αυτής της «μυξώδους» πολιτικής συγκολλητικής ουσίας, πρέπει να δούμε από
πού προέρχεται.
Η Άκρα Δεξιά στην Ελλάδα ιστορικά τράφηκε από
ήττες: τη Μικρασιατική Καταστροφή και την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, την
πτώση της Χούντας και το χαμό της μισής Κύπρου από τους υπερεθνικόφρονες, τη μη
λύση του Μακεδονικού, την οικονομική κρίση.
Κάθε φορά που η πραγματικότητα γκρεμίζει ένα
εθνικό αφήγημα, η Ακροδεξιά συσπειρώνεται γύρω από τη δυσανεξία της. Δεν ψάχνει
για λύσεις. Θέλει να τιμωρήσει. Αλλά πάντα τους άλλους.
Αυτή η επιθυμία για
τιμωρία δεν είναι πολιτική, είναι συναισθηματική.
Ο θυμός της Άκρας Δεξιάς δεν εκφράζεται μέσα
από ένα πρόγραμμα αλλαγής, αλλά με βρισιές, θεωρίες συνωμοσίας, νοσταλγία για
το παρελθόν. Είναι μια αντιδραστική ενέργεια που εκτοξεύεται σαν φλέμα στο
δημόσιο λόγο.
Δείτε τι συμβαίνει
αυτές τις μέρες με το March to Gaza. Εκατοντάδες άνθρωποι –νέοι, φοιτητές,
εργαζόμενοι, αλληλέγγυοι– προσπαθούν να σπάσουν τον αποκλεισμό της Γάζας με
ειρηνικό τρόπο.
Την ίδια στιγμή, τα social media γεμίζουν από
επιθετικά σχόλια: «Να τους κρατήσουν εκεί», «Είναι πράκτορες», «Πληρώνονται από
τον Σόρος», «Ανθέλληνες», και τα ρέστα.
Είναι η ίδια βλέννα που εκτοξεύεται σε κάθε
κοινωνική προσπάθεια για αλληλεγγύη, που προσπαθεί να πάει κόντρα στην κυρίαρχη
γραμμή.
Αυτή η πολιτική
ρητορική, βουτηγμένη στη δυσανεξία και τη γελοιοποίηση, βρίσκει ταυτόχρονα
έκφραση σε ανώτερα πολιτικά κλιμάκια.
Όταν ο Άδωνις Γεωργιάδης αναπαράγει το αφήγημα
της Μοσάντ για τη Γάζα και το πλασάρει ως «εθνική γραμμή», δεν κάνει πολιτική.
Κάνει επίδειξη πίστης στο ακροδεξιό συναίσθημα.
Ξέρει ότι οι φράσεις του δεν έχουν ανάγκη τεκμηρίωσης. Αρκεί να προκαλούν φόβο
και ταύτιση στο ακροατήριο.
Η Ακροδεξιά είναι σαν τη μύξα γιατί ζει από την
αδράνεια του οργανισμού.
Αν δεν φυσήξεις τη μύτη σου, θα μείνει εκεί.
Αν δεν κινητοποιηθεί η κοινωνία να καθαρίσει
τις αισθήσεις της, αυτή η πολιτική σούπα θα μείνει στάσιμη. Δεν είναι
επικίνδυνη επειδή είναι παντοδύναμη. Είναι επικίνδυνη επειδή είναι παντού.
Για να ξεπεράσουμε αυτό
το φαινόμενο, δεν αρκεί να γελάμε με τους φασίστες του διαδικτύου, ούτε να
εξοργιζόμαστε με τις δηλώσεις υπουργών.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η πολιτική
κουλτούρα ζει ανάμεσά μας.
Είναι στον τρόπο που ανεχόμαστε το σεξισμό, τη
ρατσιστική πλάκα, την «πατριωτική υπερβολή».
Είναι στον τρόπο που ο δημόσιος διάλογος
γίνεται πεδίο φτυσίματος αντί ανταλλαγής επιχειρημάτων.
Η αποβολή αυτής της
κουλτούρας δεν θα έρθει με νόμους, αλλά με ρήξεις.
Χρειαζόμαστε εκπαίδευση πολιτική, γλωσσική,
συναισθηματική.
Χρειαζόμαστε δημόσιους ανθρώπους που δεν μιλάνε
με φλέματα αλλά με καθαρότητα.
Χρειαζόμαστε πολιτικές που δεν στηρίζονται στο
φόβο αλλά στην επιθυμία να ζήσουμε μαζί.
Αν κάτι έχει νόημα σήμερα, δεν είναι να
αποδομήσουμε τη μύξα. Είναι να τη φυσήξουμε. Ούτε να την αναλύουμε, ούτε να τη
μαζεύουμε με χαρτομάντιλα.
Να την ξεφορτωθούμε. Γιατί η Άκρα Δεξιά δεν είναι απλώς πολιτικός αντίπαλος. Είναι το σύμπτωμα μιας κοινωνίας που σαπίζει. Και από την μούχλα δεν γλίτωσε ποτέ κανείς.
Πηγή Η Εποχή
Δημοσίευση σχολίου