![]() |
| Greek poet, journalist, sociologist Titos Patrikios (1928), Modena (Photo by Dino Ignani/Getty Images) |
του Τίτου Πατρικίου (*)
Σύμφωνα μὲ μιὰν ἀντίληψη ποὺ κρατάει ἀπὸ πολὺ καιρὸ γιὰ τὸν λαϊκὸ πολιτισμό –γιὰ ν’ ἀρχίσω ἀπ’ αὐτὸ τὸ καίριο σημεῖο–, λαϊκὸς πολιτισμὸς εἶναι ὅ,τι δημιουργεῖ πρωτογενῶς ὁ ἴδιος ὁ λαός.
Στηριγμένη κυρίως στὶς
ἔρευνες τῶν λαογράφων οἱ ὁποῖες ἔχουν ξεκινήσει πρὶν ἀπὸ ἕναν αἰώνα καὶ
περισσότερο, θεωρεῖ πὼς ὁ λαϊκὸς πολιτισμὸς συγκροτεῖται κατὰ βάση ἀπὸ τὴ λαϊκὴ
καλλιτεχνικὴ καὶ λογοτεχνικὴ δημιουργία, ἀπὸ τὰ καλλιτεχνικὰ καὶ λογοτεχνικὰ
ἔργα ποὺ παράγει ὁ ἴδιος ὁ λαός.
Ἤδη αὐτὴ ἡ ἀντίληψη θὰ
μποροῦσε νὰ ὀνομαστεῖ λαϊκιστική, μὲ τὴν ἔννοια πὼς θεωρεῖ λαϊκὸ μόνο ὅ,τι ἔχει
τὸν λαὸ ὡς πρωταρχικὴ πηγή.
Μιὰ
ἄλλη, εὐρύτερη ἀντίληψη, ἡ ὁποία βασίζεται σὲ ἱστορικές, ἐθνολογικὲς καὶ
κοινωνιολογικὲς ἐργασίες ποὺ κυρίως ἔγιναν μετὰ τὸν τελευταῖο πόλεμο, ἀποδίδει
στὸν λαϊκὸ πολιτισμὸ καθετὶ πού, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν προέλευσή του, τροφοδοτεῖ
πολιτισμικὰ τὸν λαὸ καὶ ἐνσωματώνεται μέσα στὴν ἔκφρασή του.
Καὶ ὅταν λέμε ἔκφραση,
δὲν ἐννοοῦμε μόνο τὶς λογοτεχνικὲς καὶ καλλιτεχνικὲς μορφές, ἀλλὰ ὅλους τοὺς
τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ὁ λαὸς ἐξωτερικεύει νοοτροπίες καὶ συμπεριφορές,
ὁράματα καὶ προσδοκίες, ἐπιθυμίες καὶ βλέψεις.
Ἑπομένως ἐννοοῦμε καὶ
τὸν λόγο, μὲ τὴ σημασία τῆς λεκτικῆς ἔκφρασης καὶ τῆς σκέψης καὶ τῆς αἴσθησης.
Ἔτσι, τούτη ἡ ἀντίληψη ἀναγνωρίζει στὸν λαϊκὸ
πολιτισμὸ στοιχεῖα ποὺ ἡ καταγωγή τους δὲν εἶναι ἀναγκαστικὰ λαϊκή.
Ἐδῶ
μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε συνοπτικὰ δύο χαρακτηριστικὲς περιπτώσεις.
Ἡ μία: στὴ δυτικὴ λαϊκὴ
κουλτούρα τοῦ 17ου καὶ τοῦ 18ου αἰώνα ἔχουν σαφῶς ἐπισημανθεῖ ἀπὸ τοὺς
μελετητὲς στοιχεῖα ποὺ ἡ κουλτούρα αὐτὴ τὰ ἔχει ἀφομοιώσει καὶ τὰ ἔχει
μεταβάλει, μέσα στὴν ἔκφρασή της, σὲ λαϊκὰ καὶ τὰ ὁποῖα προέρχονται ἀπὸ
πολλαπλὲς λόγιες παραδόσεις ποὺ ἀρχικὰ ἐξέφραζαν τὴν κουλτούρα τάξεων καὶ
ὁμάδων κυρίαρχων ἢ πάντως διαφορισμένων ὡς πρὸς τὸν λαό.
Τὴν ἐκκλησιαστικὴ μεσαιωνικὴ κουλτούρα, τὴ
φεουδαρχικὴ μεσαιωνικὴ κουλτούρα, τὴν ἀστικὴ ἀναγεννησιακὴ κουλτούρα.
Ἡ
ἄλλη περίπτωση εἶναι ὁ λαϊκὸς πολιτισμὸς ὅπως διαμορφώνεται στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὰ
τέλη τοῦ 1500 καὶ πέρα.
Καὶ ἐδῶ ἐντοπίζεται μιὰ
τέτοια πολλαπλότητα λόγιων καταγωγικῶν στοιχείων ποὺ ὁ λαϊκὸς πολιτισμὸς τὰ
ἐνσωμάτωσε καὶ τὰ ἔκανε δικά του. Στοιχεῖα ἀρχαιοελληνικά, στοιχεῖα βυζαντινά,
ὄχι μόνο ἐκκλησιαστικῆς ἀλλὰ καὶ κοσμικῆς καταγωγῆς.
Ἀκόμα στοιχεῖα δυτικά,
μεσαιωνικὰ ἀλλὰ καὶ ἀναγεννησιακά, ὅπως τὰ βλέπουμε νὰ περνοῦν λογου χάρη μέσα
ἀπὸ τὸν Ἐρωτόκριτο.
Μάλιστα ἕνα τέτοιο
δυτικὸ ἐκφραστικὸ στοιχεῖο εἶναι καὶ ἡ ὁμοιοκαταληξία. Ὅμως αὐτὴ ἡ κίνηση δὲν
εἶναι μονότροπη.
Τὴ συμπληρώνει μιὰ
ἀντίδρομη κίνηση.
Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὁ
λαϊκὸς πολιτισμός, στὴν εὐρύτερη σημασία του, τροφοδοτεῖται συνεχῶς ἀπὸ τὸν
λόγιο κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ λόγιος πολιτισμὸς τροφοδοτεῖται συνεχῶς ἀπὸ τὸν λαϊκό.
Ἂν δεχτοῦμε λοιπὸν μιὰ
τέτοια ἀντίληψη, βγαίνουμε ἀπὸ τὴ διαδεδομένη στεγανὴ ἰδέα ποὺ ἔχουμε καὶ γιὰ
τὸν λαϊκὸ πολιτισμὸ καὶ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν λαό.
Μιὰ στεγανὴ ἰδέα ποὺ
δὲν ἀφορᾶ μόνο στὰ πολιτισμικὰ φαινόμενα ἀλλὰ καὶ στὴν ἴδια τὴ συγκρότηση τῶν
κοινωνικῶν ἐκείνων τάξεων καὶ στρωμάτων ποὺ ἀποτελοῦν τὸν λαό, ἢ μᾶλλον αὐτὸ
ποὺ λέμε λαό.
Γιατὶ δὲν πρέπει νὰ
ξεχνᾶμε πὼς ὁ ὅρος λαὸς εἶναι περισσότερο μιὰ περιγραφικὴ ἔκφραση μὲ
κυμαινόμενες σημασίες παρὰ μιὰ αὐστηρὰ προσδιορισμένη ἔννοια. Ἀλλὰ ἐδῶ
ἀγγίζουμε ἕνα ἄλλο μεγάλο θέμα.
Πάντως, μέσα στὰ
πολλαπλὰ ἐπίπεδα ποὺ χρειάζεται νὰ τὸν ἀντικρίζουμε –ἐπίπεδα κοινωνικά,
πολιτισμικά, ἀκόμα καὶ ἀνθρωπογεωγραφικά–, ὁ λαὸς ἐμφανίζεται σὰν κάτι πολὺ πιὸ
σύνθετο ἀπ’ ὅ,τι μιὰ ἀρκετὰ τρέχουσα ἄποψη τὸν θεωρεῖ. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ
πολιτισμὸς ποὺ δημιουργεῖ.
Θέλω νὰ τονίσω τὴν
πολλαπλότητα αὐτῶν τῶν ἐπιπέδων καὶ τὸν ἰδιαίτερο ρόλο ποὺ τὸ καθένα τους
παίζει, γιατὶ αὐτὴ ἡ ἑνοποιητική, καὶ τελικὰ ἁπλουστευτική, ἄποψη γιὰ τὸν λαὸ
μᾶς κάνει κάποτε νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ἀκόμα καὶ σὲ ἐποχὲς ποὺ ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία
δὲν ἦταν τόσο περίπλοκη ὅσο ἡ σημερινή, ὁ λαὸς δὲν ἀποτελοῦσε κάποιο
ὁμοιόμορφο, μονολιθικὸ σύνολο.
Δίπλα
σ’ αὐτὴ τὴν πολυμέρεια τῆς διαμόρφωσης τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ὑπάρχει καὶ μιὰ
πολυμέρεια στὴ μετάδοσή του. Κι ἐδῶ θὰ ἔλεγα, πάλι σχηματικά, ὅτι ἔχουμε δύο
κυρίως κανάλια ποὺ μεταδίδουν τὸν λαϊκὸ πολιτισμό: ἕνα ἀπευθείας λαϊκὸ καὶ ἕνα
λόγιο.
Ἔτσι, οἱ φυλλάδες λόγου
χάρη ποὺ τυπώνονται τὸν 17ο καὶ τὸν 18ο αἰώνα, καὶ ποὺ κυκλοφοροῦν στὸν
ἑλληνικὸ χῶρο ἀπὸ τοὺς γυρολόγους καὶ τοὺς πραματευτάδες, μεταδίδουν ἕναν λαϊκὸ
πολιτισμό, μέσα ὅμως ἀπὸ ἕνα λόγιο, πολύπλοκο κανάλι ποὺ εἶναι ἡ τυπογραφία.
Καὶ φυσικὰ ὑπάρχει τὸ
κανάλι ποὺ ἀποτελοῦν οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ. Αὐτὸ τὸ ἀπευθείας λαϊκὸ
κανάλι τὸ ἔχουμε κι ἐμεῖς γνωρίσει μέσα ἀπὸ γιαγιάδες ἢ συγγενεῖς ἀπὸ τὴν
ἐπαρχία, ἀπὸ λαϊκοὺς ἀνθρώπους συναπαντημένους σὲ ὁμαδικὲς συμβιώσεις ἢ σὲ
ταξίδια, ἀπὸ ὑπηρέτριες –παλιότερα– ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ τὰ χωριὰ καὶ τὰ νησιά. Ὅσο
κι ἂν ἔχει σήμερα ἐξασθενίσει, ἐξακολουθεῖ ἀκόμα νὰ λειτουργεῖ.
Ὅπως
σημειώσαμε πιὸ πρίν, δὲν εἶναι μόνο ὁ λόγιος πολιτισμὸς ποὺ τροφοδοτεῖ τὸν
λαϊκὸ ἀλλὰ κι ὁ λαϊκὸς ποὺ τροφοδοτεῖ τὸν λόγιο.
Τὴ δεύτερη κίνηση μᾶς
τὴ δείχνει καὶ ἡ διττότητα αὐτῶν τῶν καναλιῶν καί –πολὺ περισσότερο– ἡ
λειτουργία τους.
Ἔτσι, ἐνῶ
ἀνατροφοδοτοῦν μὲ λαϊκὰ πολιτισμικὰ στοιχεῖα τοὺς λαϊκοὺς ἀνθρώπους, παράλληλα
μεταδίδουν τέτοια στοιχεῖα στοὺς ἐξαστισμένους κατοίκους τῶν πόλεων ποὺ ἡ
πολιτισμική τους διαμόρφωση εἶναι κατὰ βάση λόγια. (Αὐτὴ τὴν κατηγορία ἐννοοῦσα
μὲ τὸ «ἐμεῖς» ποὺ εἶπα πιὸ πάνω, καὶ ὄχι μόνο ὅσους βρισκόμαστε σ’ αὐτὴ τὴν
αἴθουσα.)
Τὰ στοιχεῖα αὐτά, εἴτε
μεταδίδονται μὲ τὸ ἀπευθείας λαϊκὸ εἴτε μὲ τὸ κατὰ κάποιον τρόπο λόγιο κανάλι,
πέρα ἀπὸ τὴ συμβολή τους στὴ διάπλαση τοῦ κόσμου καὶ τῶν ὁραμάτων τῆς παιδικῆς
ἡλικίας, παίζουν σημαντικὸ ρόλο στὸν σχηματισμὸ τῆς λόγιας ἔκφρασης καὶ μάλιστα
τῆς λογοτεχνικῆς. Τὰ σχετικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴ δική μας λογοτεχνία ἀφθονοῦν.
Ὡστόσο καὶ σὲ μιὰ
λογοτεχνία τόσο λόγια καὶ τόσο ἐξαστισμένη, ὅσο λόγου χάρη ἡ γαλλικὴ τοῦ 19ου
αἰώνα, παρατηροῦμε τὸ ἴδιο φαινόμενο. Στοιχεῖα λαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ποὺ ἔρχονται
κι ἀπὸ τὰ δύο παραπάνω κανάλια, ἀναδύονται στὸ ἔργο τῶν περισσότερων ἀπὸ τοὺς μεγάλους
συγγραφεῖς τῆς ἐποχῆς, ἀπὸ τὸν Μπαλζὰκ ὣς τὴ Γεωργία Σάνδη καὶ ἀπὸ τὸν Ζερὰρ
ντὲ Νερβὰλ ὣς τὸν Φλωμπέρ.
Ὅμως
οἱ ἐπισημάνσεις αὐτές, ποὺ μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλον τρόπο ἔχουν γίνει ἀπὸ
πολλοὺς μελετητές, δὲν ἀνέκοψαν τὴ διάδοση μιᾶς λαϊκιστικῆς ἀντίληψης ἀκόμα
ἀποκλειστικότερης ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἀνέφερα στὴν ἀρχή. Μιᾶς ἀντίληψης ποὺ ὄχι
ἁπλῶς διαχωρίζει τὸν λαϊκὸ ἀπὸ τὸν λόγιο πολιτισμὸ ἀλλὰ τοποθετεῖ τὸν πρῶτο σὲ
μιὰ θέση ἱεραρχικὰ ὑψηλότερη.
Βέβαια, ὁ πολιτικὸς λαϊκισμὸς δὲν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο τῆς ἀποψινῆς μας συζήτησης. Ὡστόσο δὲν μποροῦμε νὰ μὴν παρατηρήσουμε ὅτι ἡ ἀνάπτυξη αὐτῆς τῆς ἀντίληψης συνδυάζεται στενὰ μὲ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ πολιτικοῦ λαϊκισμοῦ. Δηλαδή, σὲ γενικὲς γραμμές, τῶν πολιτικῶν ἐκείνων κινημάτων καὶ ρευμάτων ποὺ μέσα στὶς πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς διαδικασίες ἀποδίδουν πρωταρχικὸ ρόλο στὸν λαὸ ὡς ἑνιαία καὶ ἀδιαφοροποίητη ταξικὰ ὀντότητα.
Μιὰν ὀντότητα ὅμως ποὺ κατὰ βάση τὴ συνιστοῦν οἱ ἀγροτικὲς μάζες. Ἐδῶ καὶ πάνω ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια ὁ πολιτικὸς λαϊκισμὸς ἔχει πάρει διάφορες μορφὲς καὶ ἔχει ἐμφανίσει πολλὲς διακυμάνσεις.
Ὅμως αὐτὴ ἡ ἀντίληψη γιὰ τὸν λαὸ παραμένει σταθερὸ γνώρισμά του, καὶ μάλιστα στὶς πιὸ χαρακτηριστικὲς κορυφώσεις του, ὅπως ἦταν ὁ ρωσικὸς ποπουλισμὸς τοῦ δεύτερου μισοῦ τοῦ περασμένου αἰώνα, τὰ ἐθνικιστικὰ κινήματα ὣς τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ δικοῦ μας αἰώνα ἢ τὰ πρόσφατα τριτοκοσμικὰ ἐθνικοαπελευθερωτικὰ κινήματα.
Βέβαια, στὶς νεότερες ἐκφάνσεις του, ὁ πολιτικὸς λαϊκισμὸς ἀντικρίζει τὰ
ἀπόκληρα στρώματα τῶν πόλεων σὰν συστατικὸ ἐπίσης μέρος τοῦ λαοῦ. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ
πρόκειται στὴν οὐσία γιὰ στρώματα ποὺ ἡ προέλευσή τους εἶναι ἀγροτικὴ καὶ ποὺ ἡ
ἐγκατάστασή τους στὶς πόλεις εἶναι ἀκόμα νωπή.
Ἀκολουθώντας μακροπρόθεσμα τὶς τύχες τοῦ πολιτικοῦ λαϊκισμοῦ, οἱ λαϊκιστικὲς ἀντιλήψεις γιὰ τὴν κουλτούρα δείχνουν μεγαλύτερη ἀντοχή: Ἀκόμα καὶ σὲ περιόδους ὅπου οἱ ἰδέες τοῦ πολιτικοῦ λαϊκισμοῦ κάμπτονται μπροστὰ στὶς ἰδέες ποὺ ἀποδίδουν καίρια σπουδαιότητα στὶς ταξικὲς διαφοροποιήσεις καὶ συγκρούσεις, καὶ ἰδιαίτερα στὶς μαρξιστικὲς ἰδέες, οἱ πολιτισμικὲς λαϊκιστικὲς ἀντιλήψεις κατορθώνουν συχνὰ νὰ διαπεράσουν τὶς τελευταῖες.
Καὶ μάλιστα ὅταν στὰ κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ δρώμενα
γίνεται ἔντονη ἡ παρουσία ὄχι μόνο τῶν παραδοσιακὰ ὑπὸ καταπίεση καὶ
ἐκμετάλλευση κοινωνικῶν τάξεων καὶ ὁμάδων ἀλλὰ καὶ ἄλλων κοινωνικῶν δυνάμεων
ἀποκλεισμένων ἀπὸ τὰ κέντρα ἐξουσίας.
Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πλέγμα ἐμφανίζεται καὶ μιὰ ἄλλη λαϊκιστικὴ ἀντίληψη γιὰ τὸν πολιτισμό, ποὺ ἀπέκτησε νέα ρώμη μετὰ τὰ γεγονότα τοῦ ’68, τὰ γεγονότα ποὺ συνήθως λέμε τοῦ Παρισιοῦ, ἀλλὰ ποὺ συνέβησαν καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες χῶρες μὲ τὶς κατὰ τόπους ἰδιαιτερότητές τους.
Πρόκειται γιὰ τὴν ἀντίληψη ποὺ ἐνῶ ἀναγνωρίζει καὶ τὴ σημασία τοῦ λόγιου πολιτισμοῦ καὶ τὴν πολλαπλότητα τῶν στοιχείων ποὺ συγκροτοῦν τὸν λαϊκὸ πολιτισμό, προσπαθεῖ νὰ διαχωρίσει, μέσα στὸν τελευταῖο, αὐτὸ ποὺ θεωρεῖ αὐθεντικὰ λαϊκὸ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ θεωρεῖ ἐπείσακτο.
Ἡ προσπάθεια αὐτὴ εἶναι κατὰ τὴ γνώμη μου μηχανιστικὴ καὶ τελικὰ μάταιη. Οἱ τέτοιοι διαχωρισμοί, στὸν βαθμὸ ποὺ γίνονται, παραμένουν τεχνητοί.
Καὶ ὅταν θέλει κανεὶς νὰ τοὺς ἐπιβάλει, στὴν πραγματικότητα εἶναι σὰν νὰ θέλει νὰ διαμελίσει ἕνα ζωντανὸ σῶμα, ἀλλὰ τὰ ζωντανὰ σώματα, ὅσο κι ἂν κακοποιοῦνται, ἀνθίστανται στὸν διαμελισμό τους.
Ὅμως ἀκόμα περισσότερο ἡ προσπάθεια αὐτὴ εἶναι
ἐπικίνδυνη. Διότι ἐνῶ ἀποβλέπει –ἢ λέει πὼς ἀποβλέπει– νὰ ἀποδώσει στὰ
πολιτισμικὰ δημιουργήματα τοῦ λαοῦ τὴν πρωταρχική τους αὐθεντικότητα, στὴν
οὐσία ὁδηγεῖ στὴν ὑποκατάσταση τῶν ἰδεῶν τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὶς ἰδέες ἐκείνου ποὺ τὸν
ἐξετάζει.
Ἕνας
τέτοιος ἐξεταστής, δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μιὰ προκατασκευασμένη ἀντίληψη περὶ
λαοῦ, ἕνα προκατασκευασμένο φίλτρο, μὲ τὸ ὁποῖο διυλίζει τὸ λαϊκό, δημιουργεῖ
καὶ διαχωρίζει τὸ αὐθεντικὸ ἀπὸ τὸ μὴ αὐθεντικό, εἶναι ἀκριβῶς ὁ λαϊκιστής
–εἴτε πρόκειται γιὰ πολιτικό, εἴτε γιὰ ἄνθρωπο τῆς κουλτούρας, εἴτε ἀκόμα γιὰ
ἐπιστήμονα– ποὺ μιλάει γιὰ λογαριασμὸ τοῦ λαοῦ βάζοντας στὴν ἄκρη τὸν ἴδιο τὸν
λαό.
Καὶ φτάνω σὲ μιὰ τελευταία λαϊκιστικὴ πολιτισμικὴ ἀντίληψη, ἢ μᾶλλον σ’ ἕνα τελευταῖο φαινόμενο πολιτισμικοῦ λαϊκισμοῦ, ποὺ νομίζω πὼς εἶναι τὸ πιὸ ἔντονο σήμερα καὶ περικλείει τὰ πιὸ ἐπικίνδυνα καὶ ἀρνητικὰ στοιχεῖα.
Εἶναι ὄχι ἁπλῶς ἡ ὑποκατάσταση τῶν ἰδεῶν τοῦ λαοῦ μὲ τὶς ἰδέες τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀναφέρονται στὸν λαό, ἀλλὰ ἡ ἀντικατάσταση τοῦ λόγου τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὸν λόγο ἐκείνων ποὺ μιλᾶνε γιὰ τὸν λαό. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ ἰσχυροποιεῖται τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ ἀλλοῦ καὶ στὸν τόπο μας.
Ἔτσι, βλέπουμε ὅλο καὶ συχνότερα ἀνθρώπους ποὺ
μολονότι ξεκινοῦν γιὰ νὰ ἀνοίξουν τὰ κανάλια ἀπὸ τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ ἀκουστεῖ ὁ
λαϊκὸς λόγος, νὰ περάσει ἡ λαϊκὴ ἔκφραση (τάση ποὺ ὀφείλω νὰ σημειώσω ὅτι
ἐπίσης ἐμφανίστηκε μετὰ τὸν Μάη τοῦ ’68), καταλήγουν νὰ τὰ μπλοκάρουν καὶ νὰ
παρουσιάζουν τὸν δικό τους λαϊκιστικὸ λόγο ὡς τὸν πραγματικὸ λαϊκὸ λόγο.
Θὰ
ἤθελα νὰ θίξω καὶ μερικὰ ἄλλα σημεῖα, ἀλλὰ ἴσως καλύτερα νὰ τὰ ἀφήσω γιὰ τὴ
συζήτηση.
.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . .
Τὰ
ἐρωτήματα ποὺ ἔθεσε ὁ Κωνσταντίνος Τσουκαλὰς εἶναι καίρια. Δίπλα σ’ αὐτὰ θὰ
ἤθελα νὰ προσθέσω καὶ ἕνα ἄλλο ἐρώτημα ποὺ τέθηκε σ’ ἐμένα τὸν ἴδιο ἐνόψει τῆς
ἀποψινῆς μας συζήτησης.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ φτάσω σ’ αὐτὸ ξεκινῶ ἀπὸ κάτι ποὺ ὅλοι μας ἀποδεχόμαστε τὴ σκοπιμοτητά του καὶ ὅλοι –ὁ καθένας μὲ τὸν τρόπο του– ἐπιδιώκουμε τὴν πραγματοποίησή του: τὸν ἐκδημοκρατισμό, τὴν καθολίκευση καὶ μαζὶ τὴν ἀνύψωση τῆς παιδείας.
Μιᾶς
παιδείας πάντως πού, εἴτε παρέχεται ἀπὸ τὸ κρατικὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα, εἴτε
ἀπὸ τοὺς διάφορους κοινωνικοὺς ὀργανισμούς, εἴτε ἀπὸ τοὺς ἰδιωτικοὺς φορεῖς,
εἶναι θεσμοθετημένη καὶ λόγια.
Ἂς ὑποθέσουμε λοιπὸν ὅτι ἡ πολυμερὴς αὐτὴ προσπάθεια, μέσα στὴν προεκβολή της στὸ μέλλον, φτάνει κάποτε νὰ πετύχει τὸν στόχο της. Τί θὰ σημαίνει αὐτό; Ὅτι θὰ ἔχουμε τότε μιὰ καθολικὴ λόγια παιδεία, ὅτι ὅλοι σχεδὸν οἱ ἄνθρωποι, ὅλος περίπου ὁ ἐνήλικος πληθυσμὸς θὰ ἔχει μιὰ παιδεία πανεπιστημιακή, ἢ μᾶλλον τριτοβάθμια καὶ πάνω.
Βέβαια ἡ ὑπόθεση αὐτὴ φαίνεται ἰδανική, ἀλλὰ ἡ
ἐπαλήθευσή της εἶναι μέσα στὴ λογικὴ τῆς προσπάθειας γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς
παιδείας. Ἀνάπτυξη ἡ ὁποία συνδυάζεται μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῶν κρατικῶν δομῶν καὶ
τῶν κρατιστικῶν ἀντιλήψεων.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ λαϊκὸς πολιτισμός, ὅσο κι ἂν βρίσκεται σὲ μιὰ σχέση ἀλληλεπίδρασης καὶ ὄσμωσης μὲ τὸν λόγιο, διαμορφώνεται κατὰ βάση σὲ χώρους κρασπέδων, ὅπου ἡ ἐμβέλεια τῆς θεσμοθετημένης λόγιας παιδείας καὶ τῆς κεντρικῆς ἐξουσίας δὲν φτάνει νὰ γίνει καθοριστική.
Ἀντίθετα, στὸν βαθμὸ ποὺ
χάρη στὴν ἀνάπτυξη τοῦ κράτους καὶ τῶν συναφῶν πολιτειακῶν, διοικητικῶν καὶ
ἐκπαιδευτικῶν θεσμῶν ἡ ἐμβέλεια αὐτὴ δυναμώνει, ἔχουμε μιὰ συρρίκνωση αὐτῶν
τῶν κρασπέδων καὶ συνακόλουθα μιὰ συρρίκνωση τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ.
Κι
εδῶ ἀκριβῶς μοῦ τίθεται τὸ ἐρώτημα: μήπως ἐν ὀνόματι τῆς πνευματικῆς καὶ
ἐκπαιδευτικῆς ἀνάπτυξης τοῦ λαοῦ, δηλαδὴ τῆς καθολίκευσης, στὴν οὐσία, τῆς
λόγιας παιδείας, ὁδεύουμε πρὸς τὴν κατάργηση τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ; (Ἂν δὲν
ἔχουμε ἤδη φτάσει σ’ αὐτὸ τὸ στάδιο, ὅπως εἶπε ὁ Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ἀπὸ
τοὺς δρόμους ποὺ ἐπισήμανε.)
Ὀφείλω νὰ πῶ ὅτι μιὰ σειρὰ παράγοντες, ποὺ κατὰ τὴ γνώμη μου ὑπάρχουν καὶ λειτουργοῦν, μὲ κάνουν νὰ καταλήξω σὲ μιὰν ἀντίθετη ἄποψη ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁποία μόλις διατύπωσε ὁ Κωνσταντίνος Τσουκαλάς.
Ἔτσι, νομίζω ὅτι, ἀκόμα καὶ στὴ φανταστικὴ
περίπτωση ἑνὸς πανταχοῦ παρόντος παντοδύναμου καὶ συγκεντρωτικοῦ κράτους,
μιᾶς ὕψιστου ἐπιπέδου καθολικῆς παιδείας ὅπου ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἔχουν ἀκόμα
καὶ πανεπιστημιακὲς διατριβές, μιᾶς κοινωνίας ἑνοποιημένης στὸν μέγιστο βαθμό,
θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει λαϊκὸς πολιτισμός, ὑπὸ διάφορες μορφές, παραδοσιακὲς
ἢ ἀνανεωμένες.
Οἱ
παράγοντες αὐτοὶ εἶναι, ἐνδεικτικὰ καὶ ἀρκετὰ σχηματικά, οἱ ἀκόλουθοι:
Ὁ πρῶτος: Ὅσο κι ἂν στὶς νεότερες κοινωνίες ἡ ὁλοκλήρωση τῆς οἰκονομίας τείνει νὰ ἐντάξει τὸ σύνολο τοῦ πληθυσμοῦ σὲ μιὰ ἑνιαία ἀγορά, σὲ ἕνα ἑνιαῖο πιὰ οἰκονομικὸ σύστημα, ὅσο κι ἂν οἱ κρατικὲς δομὲς καὶ οἱ κρατιστικὲς ἀντιλήψεις ἐπεκτείνονται σὰν πολύποδας ἐμπεδώνοντας κάποτε τὴν κυριαρχία ἑνὸς ὁλοκληρωτικοῦ κράτους, ὑπάρχουν πάντα στρώματα περιφερειακὰ πού, παρὰ τὴν οἰκονομικὴ καὶ διοικητική τους ἐνσωμάτωση, προσπαθοῦν νὰ διατηρήσουν τὴν ἰδιαίτερη πολιτισμική τους ταυτότητα.
Τὰ στρώματα αὐτά, ποὺ ἠθελημένα ἢ
ἀναγκαστικὰ παραμένουν σὲ κάποια κράσπεδα, εἶναι αὐτὰ ποὺ προσφέρονται στὴ
διατήρηση ἢ τὴν ἀναδημιουργία ἑνὸς λαϊκοῦ πολιτισμοῦ.
Ὁ δεύτερος: Ἕνα ἀπὸ τὰ καίρια στοιχεῖα ποὺ διέπουν τὴ λαϊκὴ κουλτούρα εἶναι, νομίζω, τὸ στοιχεῖο τοῦ φανταστικοῦ, τὸ στοιχεῖο τοῦ θαύματος, τὸ στοιχεῖο τῆς μαγικῆς ἐκπλήρωσης τῆς ἐπιθυμίας.
Τὸ στοιχεῖο αὐτὸ δὲν ἐντοπίζεται μόνο στὰ κοινωνικὰ ἐκεῖνα στρώματα ποὺ βρίσκονται μακρύτερα ἀπὸ τὰ κέντρα ἐξουσίας καὶ παιδείας.
Διαπερνάει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, λειτουργώντας, λιγότερο ἢ
περισσότερο, σὲ ὅλες τὶς φάσεις τῆς ζωῆς τους καὶ ὄχι μόνο στὴν παιδικὴ ἡλικία,
ὅπου βέβαια εἶναι δραστικότερο.
Ἡ
ἐπιθυμία τοῦ πλούτου, ποὺ ἱκανοποιεῖται μὲ τὸ ἀνεξήγητο μαγικὸ πορτοφόλι τοῦ
Φορτουνάτου, τῆς ἐρωτικῆς κατάκτησης, ποὺ πραγματοποιεῖται χάρη σὲ κάποιο
μαγικὸ φίλτρο, τοῦ νὰ γίνεσαι ἀόρατος ἢ νὰ μετακινεῖσαι ἀστραπιαῖα, ποὺ
ἐκπληρώνεται μὲ κάποιο μαγικὸ δαχτυλίδι ἢ τὸ μαγικὸ χαλί, δὲν βρίσκεται μόνο
στὰ παραδοσιακὰ παραμύθια. Ὑπάρχει καὶ σὲ πολιτισμικὲς ἐκφράσεις σημερινές.
Οἱ
ἐκφράσεις αὐτὲς δὲν προσφέρονται μόνο ἀπὸ τὸ λαϊκὸ ἀνάγνωσμα ἢ τὸ λαϊκὸ θέαμα
ποὺ εἶναι κυρίως τὸ κινηματογραφικὸ καὶ τὸ τηλεοπτικό (ποὺ κι αὐτῶν ἡ πηγὴ δὲν
εἶναι πιὰ τυπικὰ λαϊκή). Διατυπώνονται κι ἀπὸ τὴν καθαρὰ λόγια λογοτεχνία τοῦ
φανταστικοῦ, ἡ ὁποία μεταφέρει τὴν ἴδια θαυμαστὴ ἐκπλήρωση τῶν ἐπιθυμιῶν σὲ
σύγχρονα πλαίσια τεχνολογίας καὶ χειρισμῶν.
Πάντως
καὶ στὴ μία καὶ στὴν ἄλλη περίπτωση ἔχουμε μιὰ ἀνατροφοδότηση ἑνὸς λαϊκοῦ
πολιτισμοῦ ποὺ βρίσκει σημεῖα ὑποδοχῆς ἀπὸ στρώματα πολὺ εὐρύτερα ἀπὸ τὰ
θεωρούμενα λαϊκά.
Ἕνας τρίτος παράγοντας: Ὁ ἀντιεξουσιαστικὸς τόνος ποὺ διέπει ὁρισμένες πτυχὲς τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς λαϊκῆς ἔκφρασης. Σ’ αὐτὲς οἱ ἐκπρόσωποι τῆς κατεστημένης ἐξουσίας, εἴτε εἶναι πολιτικοὶ εἴτε θρησκευτικοί, γίνονται ἀντικείμενο λοιδορίας, οἱ καθιερωμένες ἀξίες δὲν εἶναι ἐντελῶς ἀποδεκτὲς καὶ συχνὰ ἀνατρέπονται. Ἡ κλοπὴ φέρ’ εἰπεῖν ἀπὸ ἀπαξία γίνεται ἀξία.
Κι αὐτὸ δὲν συμβαίνει μόνο στὸν κοντινό μας Καραγκιόζη, ὅπου αὐτὸς ποὺ κλέβει γιὰ νὰ φάει εἶναι καλὸς καὶ κακὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δέρνει τὸν κλέφτη.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει
καὶ σὲ παλιότερους καὶ σὲ νεότερους μύθους ποὺ συνεχίζουν αὐτὴ τὴν παράδοση. Ὁ
Τὶλ Ὄυλενσπηγκελ κλέβει, καὶ καλὰ κάνει ποὺ κλέβει. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Ἀρσὲν Λουπέν.
Οἱ ληστὲς καὶ οἱ κλέφτες, ποὺ οἱ ἱστορίες τους τροφοδοτοῦν τὴ λαϊκὴ λογοτεχνία,
δὲν εἶναι κάποιοι ἐξωραϊσμένοι κακοποιοί, ἀλλὰ παράγοντες ἀποκατάστασης μιᾶς
κοινωνικῆς δικαιοσύνης τὴν ὁποία ἔχει διαταράξει ἡ θεσμοθετημένη κοινωνία.
Ἐδῶ ὅμως χρειάζεται νὰ προσέξουμε κάτι σημαντικό. Ἐνῶ στὴ λαϊκὴ κουλτούρα ὑπάρχει ἡ αἴσθηση τῶν κοινωνικῶν διακρίσεων καὶ καταπιέσεων, λείπει ἡ ταξικὴ συνείδηση καί, κυρίως, λείπει τὸ ἱστορικὸ καὶ κοινωνικὸ σχέδιο μετασχηματισμοῦ τῆς κοινωνίας.
Ἡ ἐπιθυμία ἀνατροπῆς ἀποβλέπει στὴν ἀντικατάσταση τοῦ ἐξουσιαστῆ καὶ τοῦ προνομιούχου ἀπὸ τὸν ἐξουσιαζόμενο καὶ τὸν μὴ προνομιοῦχο, ὄχι στὴν κατάργηση τοῦ συστήματος ἐξουσίας καὶ προνομίων.
Ἔτσι, ἀκόμα καὶ οἱ
ἐξιδανικευμένοι ληστὲς τῶν λαϊκῶν ἀφηγημάτων, ὅταν γιὰ μιὰ στιγμὴ παίρνουν τὴν
ἐξουσία σὲ κάποιον περιφερειακὸ χῶρο, συμπεριφέρονται πάλι σὰν ἐξουσιαστές.
Ἀπὸ
τὴν ἄλλη μεριὰ ὅμως, τὸ οὐτοπικὸ στοιχεῖο ποὺ περιέχουν οἱ λαϊκὲς ἐπιθυμίες καὶ
τὰ λαϊκὰ ὁράματα βρίσκει ἐπίσης σημεῖα ὑποδοχῆς καὶ στὶς κοινωνικὲς ἐκεῖνες
ὁμάδες ποὺ δίνουν στὸ δικό τους κοινωνικοπολιτικὸ ὅραμα τὴ μορφὴ ὀρθολογικοῦ
σχεδίου. Πράγμα ποὺ ἀνοίγει τὸν δρόμο γιὰ τὸ πέρασμα στοιχείων τοῦ λαϊκοῦ
πολιτισμοῦ σὲ μιὰ πολιτικὴ κουλτούρα λόγια καὶ ὀρθολογισμένη.
Ἂν
ὡστόσο οἱ ἀνατρεπτικὲς πλευρὲς τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ ἔχουν, ἀκόμα κι αὐτές,
ἕναν ἀνακυκλωτικὸ καταρχὴν χαρακτήρα, μποροῦν νὰ πάρουν, μέσα σὲ ὁρισμένες
συνθῆκες, χαρακτήρα καταλυτικὸ καὶ ἐπαναστατικό. Ἀλλὰ τὸ ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι
αὐτὸς ὁ χαρακτήρας μπορεῖ νὰ τοὺς ἀποδοθεῖ καὶ μέσα ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ τὶς
ἀντιμετωπίζει ἡ κεντρικὴ ἐξουσία καὶ κυρίως μέσα ἀπὸ τὴν εἰκόνα ποὺ σχηματίζει
γιὰ τὴν ἀπειλητικότητά τους ἡ ἐξουσία, εἰκόνα τὴν ὁποία ἀναπέμπει στὸν λαϊκὸ
πολιτισμό.
Σχετικὰ
θὰ ἤθελα νὰ ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα παρμένο ἀπὸ τὸ πολὺ ἐνδιαφέρον βιβλίο De la culture populaire aux 17e et 18e siècles τοῦ Γάλλου ἱστορικοῦ Robert
Mandrou. Σ’ αὐτό του τὸ ἔργο, ὅπου μελετάει τὰ λαϊκὰ φυλλάδια ποὺ ἐκείνη τὴν
ἐποχὴ κυκλοφοροῦσαν κατὰ χιλιάδες στὴ Γαλλία, ὁ Mandrou λέει, μὲ διαφορὰ δέκα
σελίδων, δύο πράγματα ποὺ φαινομενικὰ ἀλληλοαναιροῦνται, ἀλλὰ ποὺ δείχνουν
στὴν οὐσία τὴν ἀντιφατικότητα αὐτῶν τῶν διαδικασιῶν.
Ἀπὸ
τὴ μιὰ μεριά, λοιπόν, τονίζει ὅτι αὐτὰ τὰ λαϊκὰ φυλλάδια ποὺ κυκλοφοροῦσαν στὴ
Γαλλία ἐπὶ δύο αἰῶνες καὶ πλέον, παρὰ τὸν κάποτε ἀντιεξουσιαστικὸ χαρακτήρα
τους, καθὼς δὲν ἐξέφραζαν μιὰ ταξικὴ συνείδηση, οὔτε πρόβαλλαν ἕνα σχέδιο
συγκεκριμένης κοινωνικῆς ἀλλαγῆς, τελικὰ λειτουργοῦσαν ὡς παράγοντες
καθησυχαστικοί, ὡς ἐκτονωτικὲς διέξοδοι τῆς κοινωνικῆς πίεσης καὶ ἔντασης,
ὁδηγώντας ἔτσι ὄχι σὲ κοινωνικὲς συγκρούσεις ἀλλὰ σὲ μιὰ κοινωνικὴ ἁρμονία ποὺ
ἐξυπηρετοῦσε τοὺς κρατοῦντες.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, δέκα σελίδες πιὸ κάτω, ὑπογραμμίζεται ὅτι ὁ ἔλεγχος ποὺ ἀσκοῦσε τὸ κράτος στὰ φυλλάδια αὐτὰ ἀπὸ τὸ 1635, ἀλλὰ ποὺ παρέμενε ἀρκετὰ χαλαρός, ἔγινε πραγματικὰ αὐστηρὸς μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1848 καὶ κυρίως τὸ 1852, στὶς παραμονὲς τῆς ἐγκαθίδρυσης τῆς Δεύτερης Αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὸν Ναπολέοντα τὸν Γ.
Ἀπὸ τότε, γιὰ πρώτη φορά, τὸ Ὑπουργεῖο Ἐσωτερικῶν
συγκρότησε μιὰ ἐπιτροπὴ στὴν ὁποία συμμετεῖχαν καὶ ἀκαδημαϊκοί, ποὺ ὄχι μόνο θὰ
ἀσκοῦσε προληπτικὴ λογοκρισία ἀλλὰ καὶ ἀποφάσισε ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀποσυρθοῦν τὰ
δύο τρίτα ἀπὸ τὰ φυλλάδια ποὺ κυκλοφοροῦσαν, ὡς ἀνήθικα καὶ προσβλητικὰ γιὰ τὴ
θρησκεία.
Ἔτσι,
τὸ σχέδιο κοινωνικοπολιτικῆς ἀνατροπῆς, ποὺ κατὰ βάση λείπει ἀπὸ μιὰ λαϊκὴ
πολιτισμικὴ ἔκφραση, ἀποδίδεται σ’ αὐτὴν ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἐξουσία, ἡ ὁποία αἰσθάνεται
νὰ ἀπειλεῖται.
Μέσα σ’ αὐτὲς τὶς περίπλοκες διαδικασίες, ἀναφαίνεται μιὰ ἄλλη κίνηση ποὺ πάει πρὸς τὴν υἱοθέτηση μοντέλων μιᾶς ἄρχουσας τάξης ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ λαϊκὴ κουλτούρα καὶ τὸ ἐπακόλουθο πέρασμά τους στὴν ἐπίσημη κουλτούρα μιᾶς νέας ἐξουσίας ὑπὸ μορφὴ λαϊκισμοῦ. Ἀναφέρω ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα.
Πρόκειται γιὰ ἕνα περιστατικὸ ποὺ μᾶς εἶχε διηγηθεῖ ὁ Ἔρενμπουργκ ὅταν ἦρθε στὴν Ἑλλάδα τὸ καλοκαίρι τοῦ 1957 καὶ πού, ἂν θυμᾶμαι καλά, τὸ παραθέτει στὰ Ἀπομνημονεύματά του.
Μᾶς ἔλεγε, λοιπόν, ὅτι μετὰ τὴν ἐπανάσταση στὴ Ρωσία, καθὼς μέσα στὸν ἀναβρασμὸ εἶχαν κυριαρχήσει οἱ πρωτοποριακοὶ καλλιτέχνες τῆς ἐποχῆς, ἡ Μόσχα διακοσμήθηκε τὴν Πρωτομαγιὰ τοῦ 1918 μὲ τεράστιες ἀφίσες κονστρουκτιβιστῶν ζωγράφων οἱ ὁποῖες κάλυπταν τὶς προσόψεις τῶν κτιρίων.
Καὶ ὁ κοσμάκης, ὁ λαϊκός, ποὺ πέρναγε στὸν δρόμο κι
ἔβλεπε αὐτὰ τὰ πράγματα, ἔκανε τὸν σταυρό του κι ἔλεγε: «Ἥμαρτον, Θεέ μου, ἦρθε
ὁ Σατανάς».
Γιατὶ τὸ πολιτισμικὸ πρότυπο ποὺ ἤθελαν οἱ λαϊκοὶ ἄνθρωποι ἦταν ἐκεῖνο τῆς ἄρχουσας τάξης τὴν ὁποία εἶχαν μόλις ἀνατρέψει.
Τὰ σπίτια ποὺ ἤθελαν νὰ βλέπουν καὶ νὰ κατοικοῦν, μὲ τὶς προσόψεις τους, τὰ ἔπιπλά τους, τὸ γοῦστο τους, ἦσαν ἀκριβῶς ἐκεῖνα τῶν προηγούμενων κυρίαρχων.
Κι ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ βρίσκεται ἕνας ἀπὸ τοὺς
λόγους ποὺ ὕστερα ἀπὸ μερικὰ χρόνια αὐτὸ τὸ συντηρητικὸ γοῦστο ἔγινε τὸ
ἐπίσημο κρατικὸ γοῦστο κι ἐπιβλήθηκε μὲ διοικητικὲς μεθόδους, ποὺ ὅμως
ἐξέφραζαν, κατὰ ἕναν λαϊκιστικὸ θὰ ἔλεγα τρόπο, καὶ ὁρισμένες λαϊκὲς
προσδοκίες.
Ἀλλὰ
γιὰ νὰ καταλήξω, σημειώνω ἕναν τελευταῖο παράγοντα. Τὴν ἑνοποίηση τοῦ χώρου καὶ
τοῦ χρόνου μέσα στὸ λαϊκὸ ὅραμα καὶ στὴ λαϊκὴ ἔκφραση.
Ὄχι μόνο στὰ παραμύθια καὶ στὶς λαϊκὲς ἀφηγήσεις ἀλλὰ καὶ στὰ σημερινὰ λαϊκὰ ἀναγνώσματα καὶ θεάματα, οἱ γεωγραφικοὶ διαχωρισμοὶ τοῦ χώρου εἶναι ρευστοὶ καὶ ἡ μετακίνηση μέσα σ’ αὐτὸν πάρα πολὺ εὔκολη.
Ὅπως τὸ ἴδιο εὔκολη εἶναι καὶ ἡ
μετακίνηση στὸν κοινωνικὸ χῶρο. Ἐπίσης οἱ ἱστορικοὶ διαχωρισμοὶ τοῦ χρόνου
εἶναι τόσο συνεπτυγμένοι, ποὺ ὁ χρόνος φτάνει νὰ ἀποκτᾶ μιὰ ἐξωιστορικὴ
συνέχεια, σχεδὸν συγχρονική.
Τὸ
φαινόμενο συνδέεται ἐπίσης μὲ τὴν ἔλλειψη σχεδίου κοινωνικῆς καὶ ἱστορικῆς
ἀλλαγῆς. Ἀλλὰ νομίζω πὼς ἐκφράζει ἀκόμα μιὰν οὐτοπικὴ ἐπιθυμία κυριαρχίας στὸν
χῶρο καὶ τὸν χρόνο, ἐπιθυμία ποὺ καὶ πάλι δὲν περιορίζεται μόνο στὰ λαϊκὰ
στρώματα.
Ὅλα τὰ παραπάνω μὲ κάνουν λοιπὸν νὰ πιστεύω ὅτι ἀκόμα καὶ σὲ κοινωνίες μὲ τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ ὁμοιογένεια, μὲ τὴν ἐντονότερη κρατικὴ συγκέντρωση, μὲ τὴν ὑψηλότερη καὶ πιὸ διαδεδομένη κρατικὴ παιδεία, θὰ ὑπάρχουν ἐκδηλώσεις λαϊκοῦ πολιτισμοῦ.
Μόνο ποὺ ὅταν λέω λαϊκὸ πολιτισμὸ δὲν ἐννοῶ ἀναγκαστικὰ κάποια καλλιτεχνικὰ ἢ λογοτεχνικὰ ἀριστουργήματα, ἀλλὰ τὶς ὁποιεσδήποτε ἐκφράσεις ἐπιθυμιῶν, βλέψεων, συμπεριφορῶν ποὺ πηγή τους ἔχουν στρώματα τὰ ὁποῖα παραμένουν στὴν περιφέρεια τῶν κάθε λογῆς κεντρικῶν ἐξουσιῶν.
(Πρώτη καὶ δεύτερη ὁμιλία, μὲ θέμα «Λαϊκὸς καὶ
λαϊκιστικὸς λόγος», σὲ συζήτηση ποὺ ἔγινε στὴν Ἑταιρεία Σπουδῶν στὶς 19 Ἰανουαρίου
1982. Ἐπίσης μίλησαν ἡ Ἑλένη Βαροπούλου μὲ θέμα «Λαϊκιστικὲς τάσεις στὰ
σύγχρονα πολιτιστικὰ μοντέλα» καὶ ὁ Δημήτρης Σπάθης μὲ θέμα «Λαϊκισμὸς ἢ
λαϊκισμοί;». Συντονιστὴς ἦταν ὁ Κωνσταντίνος Τσουκαλάς. Τὸ σύνολο τῆς συζήτησης
δημοσιεύτηκε μὲ τὸν τίτλο «Τί εἶναι λαϊκισμός;» στὸ Δελτίο τῆς Ἑταιρείας Σπουδῶν,
ἀρ. 6α, 1983, σ. 7–27.)
Το
κείμενο θα δημοσιευτεί στον τόμο Διαδρομές
και Διασταυρώσεις, εκδ. Κίχλη
Πηγή ο αναγνώστης

Δημοσίευση σχολίου